Παρασκευή 3 Ιανουαρίου 2014

Οχρίδα


Οχρίδα ή Αχρίδα
Ιδρύθηκε την εποχή του Χαλκού από τον Κάδμο με το όνομα Λυχνίδα ή Λυχνιδός. Πρόκειται για μια από τις αρχαιότερες ελληνικές πόλεις και αποτέλεσε, κατά τους ιστορικούς τη Βόρειο Ακρόπολη του Ελληνισμού. Η σύγχρονη πόλη της Αχρίδας βρίσκεται πάνω στα ερείπια της αρχαίας ελληνικής πόλης Λυχνιδού, που η ίδρυσή της τοποθετείται τον 6ο αιώνα π.χ. Στα βυζαντινά χρόνια τη συνατάμε ως Ιουστινιανή. Το όνομα Οχρίδα εμφανίζεται από το 10ο αιώνα. Η πόλη γίνεται πρωτεύουσα του μεσαιωνικού βουλγαρικού βασιλείου και έδρα της Αρχιεπισκοπής.

Στα μέσα του 19ου αιώνα η Αχρίδα, όπως λέγεται σήμερα, είναι ένα μεγάλο ελληνικό κέντρο. Κάποιες μαρτυρίες που αναδημοσιεύουμε από τον «Άτλαντα της ελληνικής διασποράς» είναι χαρακτηριστικές. Ο Γερμανός Hermann Wendel την ονομάζει “ακρόπολη του ελληνισμού” ενώ ο Ρώσος Victor Grigorovitch, γράφει το 1844: «Δεν κατέστη δυνατόν δι’ εμέ να συναντήσω ούτε έναν στην Αχρίδα, ο οποίος θα ηδύνατο να εννοεί την μεγάλην Σλαβικήν γραφήν.  Αντιθέτως, πολλοί ήσαν εξασκημένοι στην ανάγνωση ελληνικών βιβλίων, από αρχαία χειρόγραφα».

Οι μαρτυρίες περιηγητών δίνουν το πραγματικό στίγμα της πόλη: Ο Constantin Jirecek, Τσέχος καθηγητής της Ιστορίας και υπουργός Παιδείας του βουλγαρικού κράτους, ομολογεί ότι “η Αχρίδα ήταν από τον 12ο αιώνα προμαχώνας του ελληνισμού στη Μακεδονία”.  Ο Γάλλος συγγραφέας Victor Berard, μας πληροφορεί: «Το 1850, οι Έλληνες της Αχρίδας ήσαν πολύ πλούσιοι.  Είχαν εις χείρας των ένα μέγα εμπόριον γουναρικών…  Τα βαρύτιμα γουναρικά των Τούρκων, ως επίσης και τα γουναρικά των γυναικών των Χριστιανών και των Εβραίων, σχεδόν όλα προήρχοντο από την Αχρίδα…  Το σχολείο ήταν ελληνικό και οι ιατροί Αθηναίοι ή Έλληνες στην ψυχή.  Οι νέοι μετέβαιναν στο Πανεπιστήμιο των Αθηνών.  Ουδείς ωμίλει την βουλγαρικήν».

Σύμφωνα με ελληνικές στατιστικές του 1913, στην πόλη κατοικούσαν 2.800 Έλληνες, 2.500 Βούλγαροι και 6.500 μουσουλμάνοι και Εβραίοι.  Από το έτος αυτό θα αρχίσει η συρρίκνωση της ελληνικής κοινότητας.

Φιλόλαος Πηχεών

Από την Οχρίδα κατάγεται ο Φιλόλαος Πηχεών (1873-1947), Μακεδονομάχος κι έδρασε στην περιοχή του Μοριχόβου ως υπαρχηγός του φίλου και συναδέλφου του Βασιλείου Παπά (ψευδώνυμο καπετάν Βρόντας), ο οποίος είχε την γενική αρχηγία των ενόπλων δυνάμεων στην περιοχή του Μοριχόβου με το ψευδώνυμο, καπετάν Λαύρας. Έλαβε μέρος στον Α΄ Βαλκανικό Πόλεμο και ιδιαίτερη ήταν η συμβολή του στην απελευθέρωση της Καστοριάς.

Αναστάσιος Πηχιών

Ακόμη ένας Μακεδονομάχος που κατάγεται από την Οχρίδα είναι ο Αναστάσιος Πηχιών (1836 – 1913). Γεννήθηκε στην Αχρίδα της Πελαγονίας την περίοδο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, από γονείς Βλάχους καταγόμενους από την περιοχή της Μοσχόπολης. Τις εγκύκλιες σπουδές του τις έκανε στην Αχρίδα και το Μοναστήρι. Είχε την τύχη να έχει δάσκαλο τον Μαργαρίτη Δήμιτσα, στο ιδιωτικό σχολείο του οποίου, στο Μοναστήρι, δίδαξε επί ένα χρονικό διάστημα και βοήθησε τον δάσκαλό του στην συγγραφή των διαφόρων μελετών του. Ο Δήμιτσας τον προέτρεψε να μεταβεί, το 1856, στην Αθήνα, να τελειώσει εκεί το Γυμνάσιο και να εγγραφεί στην Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Το 1859 γράφτηκε στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Για να καλύπτει τα έξοδα των σπουδών του αντέγραφε διάφορα έγγραφα και συγγράμματα και από το δεύτερο χρόνο των σπουδών του έλαβε υποτροφία από το Βελλίειο κληροδότημα. Συμμετείχε σε όλες σχεδόν τις κινητοποιήσεις των φοιτητών, τόσο για το Μακεδονικό ζήτημα όσο και τις αντικαθεστωτικές κατά της βασιλείας του Ὀθωνα. Για τη δράση του αυτή, μετά τη στάση της φρουράς του Ναυπλίου το 1862, συνελήφθηκε με τον αδελφό του Πέτρο και κλείστηκε στις φυλακές Γαρμπολά. 
Μετά την αποφυλάκισή τους οι αδελφοί Πηχιών απεφάσισαν να μεταβούν στην Αχρίδα γιατί παρακολουθούνταν στενά από την Αστυνομία. Εκεί πληροφορήθηκε ο Αναστάσης ότι το Πανεπιστήμιο θα έμενε κλειστό για ένα χρόνο, λόγω της πολιτειακής αναταραχής και ως εκ τούτου δεν θα είχε τα έσοδα του Βελλιείου κληροδοτήματος. Έτσι έληξε η πανεπιστημιακή μόρφωσή του. 
Το 1863 δέχθηκε τη θέση του ελληνοδιδασκάλου στην Κλεισούρα όπου δίδαξε για δύο χρόνια. Από εκεί αρχίζει και η εθνική του δράση. Ανέτρεψε τα προπαγανδιστικά σχέδια και τις ενέργειες των πρακτόρων της Ρουμανικής προπαγάνδας, οι οποίοι με αρχηγό τον Απόστολο Μαργαρίτη δρούσαν στην περιοχή. Οι ρουμανίζοντες όμως Κλεισουριώτες επεκράτησαν των ελληνοφρόνων και έτσι μετά την διετή θητεία του στη Κλεισούρα δεν ανανέωσαν την σύμβαση του. Το 1865 υπέγραψε σύμβαση με την κοινότητα της Καστοριάς και διορίσθηκε ελληνοδιδάσκαλος στο Ελληνικό σχολείο. Στην Καστοριά υπηρέτησε ως δάσκαλος μέχρι το 1875 και τα επόμενα δύο χρόνια, 1876-1878 υπηρέτησε στη Κοζάνη ως διευθυντής του εκεί ημιγυμνασίου. Το 1878 αναδιορίσθηκε στη διδασκαλική του θέση στη Καστοριά. 
Το 1867 νυμφεύθηκε την Καστοριανή Αικατερίνη Κωνσταντίνου Παπάζογλου και με τον γάμο του αυτό συνδέθηκε στενά με πολλές καστοριανές οικογένειες. Με τη σύζυγό του απέκτησαν οκτώ παιδιά, πέντε κόρες και τρεις γυιούς. Στη Καστοριά εργάστηκε σκληρά για την αντιμετώπιση των πρώτων βουλγαρικών ενεργειών στην επαρχία, οι οποίες άρχισαν στην περιοχή της Καστοριάς και ιδιαίτερα στα Κορέστια από το 1860. 

Όταν το 1872 ιδρύθηκε στη Καστοριά ο Φιλεκπαιδευτικός Σύλλογος Καστοριάς αφιέρωσε μεγάλο μέρος της δραστηριότητάς του στην πρόοδο και επίτευξη των σκοπών του Συλλόγου. Όταν το 1878, με τη συνθήκη του Αγίου Στεφάνου και τη δημιουργία της μεγάλης Βουλγαρίας ξεσηκώθηκαν οι Ἕλληνες της Μακεδονίας και πραγματοποίησαν έντονες διαμαρτυρίες προς τις μεγάλες Δυνάμεις. 
Ο Αναστάσης Πηχιών από τη Κοζάνη όπου βρίσκονταν την περίοδο εκείνη, κινητοποίησε, με εντολή του προξένου Μοναστηρίου, τους συνεργάτες του στην Καστοριά και βορειοτέρα και συγκέντρωσαν υπογραφές διαμαρτυρίας. Ταυτόχρονα με τον Κοζανίτη προύχοντα Ιωάννη Γκοβεδάρο και τον αρχηγό των επαναστατών της Δυτικής Μακεδονίας Ιωσήφ Λιάτη, κηρύσσουν την επανάσταση στη Δυτική Μακεδονία, στο όρος Μπούρινο, και σχηματίζουν την Προσωρινή Κυβέρνηση της Επαρχίας Ελιμείας. Το 1867 ιδρύει την μυστική οργάνωση ¨ Νέα Φιλική Εταιρεία¨ μαζί με τους Νικόλαο Φιλιππίδη από το Μοναστήρι, τον Ιωάννη Αργυροπουλο από τη Κλεισούρα και τον Θωμά Πασχίδη από την Ἤπειρο. 
Το 1882 παραιτήθηκε από την διδασκαλική του θέση και αφιερώθηκε αποκλειστικά στο εθνικό του έργο. Ἦταν εκπρόσωπος του Συλλόγου, ειδικός γραμματέας του Φιλεκπαιδευτικού Συλλόγου Καστοριάς και του Φιλολογικού Συλλόγου Κωνσταντινουπόλεως, στενός συνεργάτης ( πράκτορας ) του ελληνικού προξενείου Μοναστηρίου και της μυστικής Επιτροπής Καστοριάς. Ήταν συντονιστής της δραστηριότητας των ελληνικών ανταρτικών ομάδων της Δυτικής Μακεδονίας, και με δικές του ενέργειες ενισχύονταν και υποστηρίζονταν, από τους τοπικούς εθνικούς παράγοντες, και είχαν εθνοπρεπή και εθνοφελή δράση οι ανταρτικές ομάδες των οπλαρχηγών Αθανασίου Μπρούφα και Καραναούμη. Είχε οργανώσει ολόκληρο δίκτυο μεταφοράς όπλων και πυρομαχικών από την ελεύθερη Ελλάδα και είχε εργαστήριο κατασκευής φυσιγγίων στην Καστοριά. Για την όλη εθνική του δράση η Ελληνική Κυβέρνηση τον παρασημοφόρησε με το παράσημο του Αργυρού Σταυρού του Σωτήρος. Είχε πάρει ήδη την Ελληνική υπηκοότητα από τα φοιτητικά του χρόνια. Η εθνική του δράση δεν διέλαθε της προσοχής των τουρκικών αρχών, σε αυτό δε βεβαίως βοήθησαν πολύ και οι πράκτορες της Ρουμανικής προπαγάνδας Απόστολος Μαργαρίτης και ο ηγούμενος της μονής των Λαζαριστών στο Μοναστήρι, Φαβεριάλ

Τον Ιανουάριο του 1887 οι τουρκικές αρχές έκαμαν έρευνα στο σπίτι του Πηχιών, βρήκαν ορισμένα ενοχοποιητικά έγγραφα και τον συνέλαβαν. Τον μετέφεραν στις φυλακές του Μοναστηρίου όπου παρέμεινε έγκλειστος τρία χρόνια. Ταυτόχρονα συνελήφθηκαν και μεταφέρθηκαν στις φυλακές του Μοναστηρίου και πολλοί άλλοι Έλληνες πρόκριτοι από όλο το χώρο της Δυτικής Μακεδονίας. Στη δίκη του Πηχιώνα, που επακολούθησε δαπιστώθηκε ότι οι Ἕλληνες των περιοχών της Κλεισούρας, Χρούπιστας, Νέβεσκας, Βλάστης, Καστοριάς, Φλώρινας, Μοναστηρίου, Μεγάροβου, Αχρίδας, Κορυτσάς και όλου του Δυτικομακεδονικού χώρου είχαν δημιουργήσει μία μυστική επαναστατική οργάνωση η οποία βρίσκονταν σε στενές επαφές με το προξενείο του Μοναστηρίου και τον Σύλλογο. Αποκαλύφθηκε επίσης , στη δίκη, ότι τον σημαντικότερο ρόλο στη μυστική αυτή οργάνωση είχε ο Αναστάσης Πηχιών. 
Το στρατοδικείο του Μοναστηρίου τον καταδίκασε σε πενταετή κάθειρξη σε φρούριο, να εκτίσει δε την ποινή του στο φρούριο της Πτολεμαϊδος της Συρίας. Μεταφέρθηκε στο εκεί φρούριο με τη συνοδεία ενός Τούρκου λοχία τον Ιούνιο του 1890 και παρέμεινε εκεί έγκλειστος μέχρι τον Σεπτέμβριο του αυτού έτους. Κατόρθωσε να δραπετεύσει, με μυθιστορηματικό τρόπο, από το φρούριο και τη Συρία και έφθασε στην Αθήνα τον Οκτώβριο του 1890. Στην Αθήνα αντιμετώπισε την αδιαφορία της Ελληνικής κυβερνήσεως και των ιθυνόντων οι οποίοι όλο του υπόσχοντο ότι θα τον διορίσουν κάπου για να έχει τα προς το ζειν. 
Το 1892 παρουσιάσθηκε θέση παιδονόμου στη Ριζάρειο Σχολή την οποία και κατέλαβε, κατόπι από ενέργειες φίλων του. Στη Ριζάρειο Σχολή υπηρέτησε από τον Φεβροάριο του 1892 μέχρι τον Ιούλιο του 1908, όποτε και συνταξιοδοτήθηκε. Τον αυτό μήνα, Ιούλιο του 1908, εξερράγη η επανάσταση των Νεοτούρκων και μετά την επικράτησή της δόθηκε γενική αμνηστία σε όλους τους πολιτικούς καταδίκους. Ἔτσι μπόρεσε να επανέλθει στην Καστοριά, πλησίον της οικογένειάς του, γιατί ως τότε εθεωρείτο φυγόδικος. Στην Καστοριά επανήλθε την 20η Οκτωβρίου του 1908 και έζησε εκεί μέχρι την 24η Μαρτίου του 1913. Πέθανε ευχαριστημένος γιατί είδε τους κόπους, τους αγώνες και τις θυσίες του εκπληρωμένες. Αξιώθηκε με την ύψιστη τιμή να ιδεί την Ελληνική σημαία να ανυψώνεται στην κορυφή του λόφου της Καστοριάς από τον πρωτότοκο γυιό του Φιλόλαο, ανθυπίλαρχο του Ελληνικού στρατού, οπλαρχηγό του Μακεδονικού Αγώνα, ο οποίος προτιμήθηκε από τον διοικητή της ταξιαρχίας του ιππικού, που κατέλαβε την Καστοριά, να είναι αυτός ο πρώτος Ἕλληνας αξιωματικός, ως Καστοριανός, για να μπει και να διακηρύξει την απελευθέρωση της γενέτειρας πόλης του και όλης της Μακεδονίας, Η ταφή του Αναστάση Πηχιών στην Καστοριά ήταν πάνδημος. Του απεδώθηκαν στρατιωτικές τιμές από τον Εθνικό Στρατό, που βρίσκονταν στην Καστοριά, και το φέρετρό του σκέπαζε η τιμημένη και δοξασμένη, από τις πρόσφατες νίκες Ελληνική Σημαία. (πηγή βιογραφικού από τον εγγονό του Α. Πηχιών)

Μιχαήλ Ποτλής
Από την Οχρίδα κατάγεται επίσης και ο Μιχαήλ Ποτλής (1810-1863) που γεννήθηκε στη Βιέννη και σπούδασε νομικά. Οι γονείς του ήταν Μακεδόνες από την Οχρίδα. Εγκαταστάθηκε στην Ελλάδα και εισήλθε στον δικαστικό κλάδο. Στη συνέχεια διορίστηκε πρώτος καθηγητής εκκλησιαστικού δικαίου στη νομική σχολή Αθηνών. Διετέλεσε Βουλευτής του Πανεπιστημίου στην βουλευτική περίοδο του 1860. Στην θέση του καθηγητή παρέμεινε μέχρι και το 1863, έτος το οποίο εγκατέλειψε την Ελλάδα λόγω της έξωσης του βασιλιά Όθωνα.

Επίσης ο Μαργαρίτης Δήμιτσας (Αχρίδα, 1829 - Αθήνα, 1903) ήταν Έλληνας εκπαιδευτικός και συγγραφέας. Στα 1851 με πρωτοβουλία του δημιουργείται στο Μοναστήρι ιδιωτικό σχολείο.[1] Διετέλεσε σχολάρχης στο ελληνικό σχολείο της ιδιαίτερης πατρίδος του και το 1868 προσκλήθηκε και ανέλαβε το έργο της διεύθυνσης της ελληνικής σχολής στη Θεσσαλονίκη, που εκείνη την περίοδο είχε αναβαθμιστεί σε γυμνάσιο και είχε καταστεί το ανώτατο ελληνικό εκπαιδευτικό ίδρυμα στη Μακεδονία. Όταν εγκαταστάθηκε στην Αθήνα ίδρυσε εκπαιδευτήριο και δίδαξε γεωγραφία στο Αρσάκειο. Σύζυγός του ήταν η Μαρία Δούκα.


Μακεδονική Ιστορία Μαργαρίτου Δημίτσα 1879. 

Για περισσότερες πληροφορίες: Εδώ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Η κόσμια κριτική και η ανταλλαγή απόψεων μεταξύ των σχολιαστών είναι σεβαστή. Σχόλια τα οποία υπεισέρχονται σε προσωπικά δεδομένα ή με υβριστικό περιεχόμενο να μην γίνονται. Τα σχόλια αποτελούν καθαρά προσωπικές απόψεις των συντακτών τους. Οι διαχειριστές δεν ευθύνονται σε καμία περίπτωση για τυχόν δημοσίευση υβριστικού ή παράνομου περιεχομένου στα σχόλια των αναρτήσεων.Τα σχόλια αυτά θα διαγράφονται με την πρώτη ευκαιρία.