Δευτέρα 16 Ιουνίου 2014

Οι Βλάχοι της Πίνδου - Απόστολου Παπαδημητρίου


ΣΕΛΙΔΕΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΤΩΝ ΓΡΕΒΕΝΩΝ, Τόμος Β'
Ἀποστόλου Ἰ. Παπαδημητρίου
ΓΡΕΒΕΝΑ 2014
Ἀποσπάσματα τοῦ κειμένου, στά ὁποῖα γίνεται 
λόγος γιά τούς Βλάχους τῆς Πίνδου.

Σύμφωνα μέ τά γραφόμενα τοῦ Κασομούλη κατά τό πρῶτο ἔτος τῆς ἐπαναστάσεως σ’ ὅλη τήν ἔκταση ἀπό τόν Ὄλυμπο ὥς τά Χάσια οἱ ὁπλαρχηγοί δέν προέβησαν σέ καμμία ἐπαναστατική κίνηση, παρά μόνο πρόσεχαν τίς κινήσεις τῶν ἄλλων και ἐπικοινωνοῦσαν μαζί τους. Ἐξεγέρθηκαν ὅμως Κλεφταρματολοί τοῦ Ἀσπροποτάμου (5.7.1821) ὑπό τόν Νικόλαο Στορνάρη στά πλαίσια τοῦ ἀντιπερισπασμοῦ πού ἐπιδίωξε ὁ πολιορκούμενος ἀπό τόν Χουρσίτ Ἀλῆ πασάς. Ὑπῆρξε τότε σκέψη για κάθοδο τῶν ἐπαναστατῶν πρός τή θεσσαλική πεδιάδα καί κατάληψη τῶν Τρικάλων, ὅμως τέτοια ἐπιχείρηση δέν ἀποτολμήθηκε. Στήν ἐξέγερση ἔλαβαν μέρος καί οἱ Νάσιος Μάνταλος, καταγωγῆς ἀπό το Περιβόλι και Ζήσης Χατζημάτης ἀπό τη Σαμαρίνα, οἱ μυημένοι στή Φιλική Ἐταιρεία. Δυτικότερα ἔδρασε ὁ Ράγκος μέ ὁρμητήριο τούς Καλαρρύτες. 

Βλάχοι στο Μεσολόγγι

Γιά νά ἐκμηδενίσουν τήν ἐπανάσταση οἱ Τοῦρκοι ἀποφάσισαν νά ὀργανώσουν μεγάλη ἐπίθεση ἀπό βορρά μέ ἀρχιστράτηγο τόν βαλῆ τῆς Ρούμελης Μεχμέτ Ρεσίτ πασά, γνωστότερο ὡς Κιουταχῆ, μέ σημεῖο σύγκλισης τό Μεσολόγγι. Στό στράτευμα ὑπό τόν Ἀμπάζ πασᾶ, πού κινήθηκε πρός Ἀλαμάνα, συμμετεῖχε καί ὁ Βελῆ ἀγάς, τοπάρχης τῶν Γρεβενῶν, μέ Λαλιῶτες καί Βαλαάδες τῆς περιοχῆς. Ἄλλο στράτευμα ὑπό τόν Σιλιχτάρ Πόδα κινήθηκε ἀπό τά Τρίκαλα πρός τά Ἄγραφα-Καρπενήσι. Στό Μεσολόγγι διέμεναν τότε κάτοικοι ἀπό ὅλα τά μέρη τῆς Ἑλλάδος βορείως τοῦ Ἰσθμοῦ. Ἡ πολιορκία ἄρχισε στίς 20 Ἀπριλίου 1825. Οἱ μαρτυρίες γιά τήν παρουσία Γρεβενιωτῶν στήν πολιορκία ἐκείνη εἶναι ἀρκετές. Ὁ Γούλας Ζιάκας γράφει σχετικά στήν ἀναφορά του: «...καί προσκληθείς ἐκ νέου (ὁ Γιαννούλας) παρά τῆς τότε ἑλληνικῆς κυβερνήσεως νά ἔλθει ἐπικουρία παρά ταῖς δειναῖς θέσεσι τοῦ Μεσολογγίου καί ἐκείναις τοῦ Τρίκκερι, ἔπεμψεν ὁ πατήρ μου τούς γραμματεῖς αὐτοῦ καί τούς τῆς ἐμπιστοσύνης του ἀνθρώπους πρός συνεννόησιν μετά τῆς ἐν Ἑλλάδι πολεμούσης κατά τῶν Τούρκων Ἑλληνικῆς ἐξουσίας πρός πρόληψιν μέτρων ἀσφαλῶν κατά τῶν Τούρκων...». Ὑπό ἐξέταση εἶναι, ἄν αὐτή τή φορά ὁ Γιαννούλας ἔστειλε πρός Νότο καί κάποιο νέο σῶμα πολεμιστῶν ἤ ἁπλῶς συνεννοήθηκε μέ τόν Κυρίμη, πού ἀποσπάστηκε ἀπό τό σῶμα τοῦ Καρατάσου, νά κινηθεῖ πρός Μεσολόγγι. Εἶναι πολύ πιθανόν νά συνέβη τό πρῶτο, ὅπως ἐμμέσως συνάγεται ἀπό τήν ἀναφορά τοῦ Γούλα Ζιάκα: «...συντρέξας (ὁ Γιαννούλας) τάς ἑλληνικάς δυνάμεις καί τούς πολεμούντας ἐν τῇ πολιορκίᾳ τοῦ Μεσολογγίου μέ ἐκλεκτούς στρατιώτας, ἐπικεφαλῆς αὐτῶν διαθέσας τόν Ἀπόστολον Κυρίμην...». Πότε ὁ Κυρίμης κατέφθασε στό Μεσολόγγι δέν εἶναι γνωστό. Στό Μεσολόγγι εἰσῆλθε σχεδόν ἀπό τήν ἀρχή τῆς πολιορκίας καί τό σῶμα τοῦ Ράγκου, στό ὁποῖο μετεῖχαν Γρεβενιῶτες, κυρίως Βλάχοι. Ἄν καί ὁ Ράγκος ἀποχώρησε σύντομα, τό σῶμα του παρέμεινε ἀγωνιζόμενο. 
Ἡ δεύτερη φάση τῆς πολιορκίας τοῦ Μεσολογγίου διήρκεσε ὥς τίς 10 Ἀπριλίου. Κατά τίς πρωινές ὧρες τῆς 11ης πραγματοποιήθηκε ἡ ἡρωική ἔξοδος, κατά τήν ὁποία σώθηκαν περί τούς 1.300 πολεμιστές, σκοτώθηκαν ὅμως περί τούς 1.700 καί ὅλα τά γυναικόπαιδα. Ἀρκετοί ἦσαν καί οἱ Γρεβενιῶτες πού θυσιάστηκαν στό Μεσολόγγι. Ὁ Γούλας Ζιάκας γράφει στήν ἀναφορά του: «...συντρέξας (ὁ Γιαννούλας) τάς ἑλληνικάς δυνάμεις καί τούς πολεμούντας ἐν τῇ πολιορκίᾳ τοῦ Μεσολογγίου μέ ἐκλεκτούς στρατιώτας, ...ἐχάθησαν τέσσερες ἐξάδελφοι τοῦ πατρός μου καί συντρίμματα τῆς ἐκλεκτῆς ἐκείνης δυνάμεως ἐπανέκαμψαν εἰς Γρεβενά». Οἱ Ζιακαῖοι εἶχαν λοιπόν κατά τήν πολιορκία αὐτή βαρύ φόρο αἵματος. Μάλιστα ὁ Θεόδωρος Ζιάκας στήν ἀναφορά του γράφει τά ἀκόλουθα: «Ἐκεῖνα δέ τοῦ Μεσολογγίου, τά ἔγγραφα τῶν χιλιαρχιῶν τοῦ τε δολοφονηθέντος αὐταδέλφου μου καί ἐμοῦ ἐνεχείρισα εἰς τήν εἰς τό Ναύπλιον διατελοῦσαν κατά τό ἔτος 1833 ἐπιτροπήν καί ἀναζητήσας αὐτά ἐστάθη ἀδύνατον νά τά ἀνεύρω καί νά μάθω ὁποία μεταβολή καί ὁποία χρῆσις ἐπ’ αὐτοῦ ἐγένετο καί ἀναμφιβόλως ἄγνωστοι οἰκειοποιηθέντες τό ὄνομα ὠφελήθησαν διά τῶν ἐγγράφων». Ὁ Κυρίμης διεσώθη μέ λίγους ἀπό τούς ἄνδρες του καί κατέφυγε στήν περιφέρεια Λαμίας. 50217. Μεταξύ τῶν ἀγωνιστῶν πού ἔλαβαν μερος στήν ἄμυνα τοῦ Μεσολογγίου ἀναφέρονται οἱ Μίχος Φλῶρος ὡς ὁμαδάρχης, Μακρῆς, Μανάκας, Ἀβραμούλης, Συράκος, Μπούσιας, Γιολδάσης καί Τζήμου  ἀπό τή Σαμαρίνα. Συνολικά ἡ παράδοση ἀναφέρει τήν παρουσία 27 Σαμαρινιωτῶν, ἀπό τούς ὁποίους ἐπέζησαν 2 μόνο. Γιά τούς Φλῶρο καί Μακρῆ ἀναφέραμε ὅτι ἀγωνίστηκαν ἀρχικά ὑπό τόν ὁπλαρχηγό τοῦ Βάλτου Ράγκο, ὁ ὁποῖος ὅμως εἶχε ἀποχωρήσει ἀπό τό Μεσολόγγι. Ἀναφέρονται ἀκόμη τά ὀνόματα τοῦ Ζιώγα ἀπό τό Περιβόλι καί τῶν Μπρέσιου καί Μπέζα ἀπό τήν Ἀβδέλλα. Τό γνωστό τραγούδι πού παρατίθεται στή συνέχεια ἀναφέρεται, κατά μία ἄποψη, στούς Σαμαρινιῶτες πού ἔπεσαν στό Μεσολόγγι:

   «Ἐσεῖς παιδιά κλεφτόπουλα, παιδιά τῆς Σαμαρίνας
        σάν πᾶτ’ ἀπάνω στά βουνά, ψηλά στή Σαμαρίνα,
        ντουφέκια νά μή ρίξετε, τραγούδια νά μή πεῖτε.
        Κι ἄν σᾶς ρωτήσ’ ἡ μάνα μου κι η δόλια ἡ ἀδερφή μου
        μή πεῖτε πώς σκοτώθηκα, πώς εἶμαι λαβωμένος.
        Νά πεῖτε πώς παντρεύτηκα, πώς εἶμαι παντρεμένος.
       Πῆρα τήν πέτρα πεθερά, τή μαύρη γῆ γυναίκα
       κι αὐτά τά λιανολίθαρα, ἀδέρφια καί ξαδέρφια»

Λεηλασίες Ἀλβανῶν ἀτάκτων

Τήν 1η Μαΐου 1830 κατέλαβαν καί ἐλεηλάτησαν τήν Κοζάνη ἐπί 27 ἡμέρες. Στή συνέχεια κινήθηκαν πρός τή Σιάτιστα, τῆς ὁποίας οἱ κάτοικοι προέβαλαν σθεναρή ἀντίσταση καί τούς ἀνάγκασαν νά ἀπομακρυνθοῦν.  Τότε αὐτοί κινήθηκαν δυτικότερα, πρός τά πλούσια χωριά τοῦ Ζαγορίου. Τραγούδι τῆς Σαμαρίνας μᾶς πληροφορεῖ γιά τήν ἐπιτυχῆ ἀπόκρουση τῶν ληστῶν ἀπό μέρους τῶν κατοίκων της:

         «Τ’ ἀκοῦτι σεῖς μαῦρα βουνά κί σεῖς οἱ Σαρμανιῶτες:
          Καλά νά τή φυλάξετε αὐτήν τή Σαμαρίνα
          Ἀσλάνβεης μᾶς ἔρχεται μ’ ἀσκέρι τρεῖς χιλιάδες.
          Βγαίνει ὁ Μάτης ἀμπρουστά, Μίχος τοῦ Χατζηζήση.
         -Ποῦ πᾶς, ποῦ πᾶς, Ἀσλάνβεη και σύ Παλιαρβανίτη;
          Ἐδῶ το λέγουν Σμόλικα, τό λέν κί Σαμαρίνα»  

Μάτης ἦταν ὁ μετέπειτα γνωστός ὡς γέρο - Ζήσης Χατζημάτης, ὁ ὁποῖος σκοτώθηκε στη μάχη τῆς Φιλουριᾶς τό 1854. 

Η παρακολούθηση τῆς ζωῆς στήν ἐλεύθερη Ἑλλάδα

Οἱ κάτοικοι τῆς περιοχῆς ἀσφαλῶς αἰσθάνθηκαν τήν πικρία νά μή συμπεριληφθοῦν στό νεοσύστατο ἑλληνικό κράτος. Ἡ πικρία ἐκείνη ἐντάθηκε ὅταν ἐπέστρεψαν ἀπό τόν Νότο κάποιοι ἀγωνιστές, καθώς αἰσθάνονταν ἐκεῖ τόν ἑαυτό τους παρείσακτο καί ἔβλεπαν νά ἀντιμετωπίζονται ὡς πολίτες δεύτερης κατηγορίας. Ἀπέκτησαν ὅμως τήν πεποίθηση ὅτι οἱ τύχες τους ἦσαν ἄρρηκτα συνδεδεμένες μέ τούς ὁμοεθνεῖς τους πού εἶχαν ἀποκτήσει τήν ἀνεξαρτησία τους. Σέ λειτουργικό βιβλίο τοῦ ναοῦ τοῦ προφήτη Ἠλία Σαμαρίνας ἦταν γραμμένη ἡ ἐνθύμιση: «για ενθύμηση 1835, ὅπου ήρθε τό Βασιλόπουλο στόν Μορέα».  Ἡ συνήθης ἔκφραση γιά τήν ἐλεύθερη Ἑλλάδα ἦταν «Τό ἑλληνικόν».
Ἐνδεικτικό τοῦ ἐνδιαφέροντος γιά τά συμβαίνοντα στήν ἐλεύθερη Ἑλλάδα εἶναι καί τό ἀκόλουθο δημοτικό τραγούδι πού τραγουδοῦσαν στή Δυτική Μακεδονία ἑλληνόφωνοι καί βλαχόφωνοι:

        «Μᾶς ἦρθε Φράγκος βασιλιάς, μᾶς ἦρθε Βαυαρέζος.
        Γράφει γραφή στούς ἀρχηγούς, στόν καπετάνιο Γρίβα.
        -Γρίβα μ’, νά δώσεις τ’ ἄρματα, νά δώσεις καί τήν πάλα»   

Ἡ ἀνέγερση ναῶν στά Βλαχοχώρια

Ναός Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου Σαμαρίνας
(φωτογραφία 1910)
«Ἁγίων Πάντων» Κρανιᾶς (1800). «Προφήτου Ἠλία» Σαμαρίνας (περί τό 1800). Ἱστορήθηκε τό 1828. «Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου» Σαμαρίνας (περί τό 1815). Ἱστορήθηκε τό 1829. Φορητή εἰκόνα τοῦ τέμπλου φέρει χρονολογία 1820. Εἶναι ὁ πολύ γνωστός ναός μέ τό πεῦκο στόν θόλο τῆς κόγχης τοῦ ἱεροῦ. «Μεταμορφώσεως τοῦ Σωτῆρος» Σαμαρίνας (1713). Ἀρχικά κτίστηκε προς τιμήν τῆς ἁγίας Παρασκευῆς. Ἱστορήθηκε τό 1819 καί ἀφιερώθηκε στή μεταμόρφωση τοῦ Σωτῆρος. «Ἁγίου Νικολάου» Σμίξης (1750). Ἱστορήθηκε τό 1803. Τό 1887 προστέθηκε κωδωνοστάσιο. Καταστράφηκε ἀπό πυρκαϊά τό 1989. Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου» Ἀβδέλλας (1816). Κατάστράφηκε κατά τήν πυρκαϊά τοῦ 1905. «Ἁγίου Ἀθανασίου» Ἀβδέλλας (Α΄ τέταρτο τοῦ 19ου αἰώνα).

Ὑπῆρχαν ἀρκετοί καί μεγάλοι ναοί ἤδη ἀπό τόν 18ο αἰώνα ἤ τίς ἀρχές τοῦ 19ου. Παρά ταῦτα καί ἐνῶ εἶχε ἀρχίσει ἡ παρακμή τους, κτίστηκαν καί νέοι ναοί. Μεταξύ τῶν ἐτῶν 1855 καί 1865 ἀνακαινίστηκε ὁ ναός τῆς Γεννήσεως τῆς Θεοτόκου Σαμαρίνας (Μικρή Παναγιά), μέ φροντίδα τοῦ Ζήση Χατζημίχου. Κτίστηκαν οἱ ναοί: «Ἁγίου Γεωργίου» Σμίξης (1870), «Ἁγίου Παντελεήμονος» Περιβολίου (1879), ἀπό ρουμανίζοντες. Ἁγιογραφήθηκε (1857) ὁ ναός τῶν «Ἁγίων Πάντων» Κρανιᾶς. Tό 1910 ἡ Κρανιά εἶχε 7 ναούς. 

Ἱερή μονή τῆς Ἁγίας Παρασκευῆς Σαμαρίνας

Τό μοναστῆρι τῆς Ἁγίας Παρασκευῆς ἐξακολουθοῦσε νά ἀκμάζει καί κατά τό α΄ μισό τοῦ 19ου αἰώνα. Στίς ἀρχές αὐτοῦ ἀναφέρεται τό ὄνομα τοῦ ἱερομονάχου Στεφάνου. Τότε μόνασε καί ὁ μοναχός και νεομάρτυς Δημήτριος ἀπό τή Σαμαρίνα, ὁ ὁποῖος ἐμαρτύρησε στά Ἰωάννινα κατά τήν ἐξέγερση ὑπό τόν παπα-Εὐθύμιο Βλαχάβα στή Θεσσαλία (1808). Ὁ ναός τῆς Μεταμορφώσεως τοῦ Σωτῆρος, ἀπέναντι ἀπό τη μονή, ἀνακαινίσθηκε στήν ἀρχή τοῦ 19ου αἰώνα, ὅπως πληροφορούμαστε ἀπό ἐπιγραφή: «Ἱστορήθη οὗτος ὁ θεῖος καί πάνσεπτος ναός τῆς ἁγίας ἐνδόξου ὁσιοπαρθενομάρτυρος τοῦ Χριστοῦ Παρασκευῆς ἀρχιερετεύοντος τοῦ πανιερωτάτου καί θεοπροβλήτου μητροπολίτου ἁγίου Γρεβενῶν κυρίου κυρ-Βαρθολομαίου δι’ ἐπιστασίας καί συνδρομῆς τῶν εὑρισκομένων ἁγίων πατέρων ἐν τῇ ἁγίᾳ μονῇ ταύτῃ διά χειρός τῶν εὐτελῶν Δημητρίου καί Μιχαήλ Ἀναγνώστου καί Ἀναγνώστου παπα-Ἰωάννου ἐκ τῆς ἰδίας χώρας Σαμαρίνης, ἐν ἔτει σωτηρίῳ αωιθ΄ (1819), ἐν μηνί Ὀκτωβρίῳ ιστ΄ ἐτελειώθη δόξα τῷ ἁγίῳ Θεῷ». Ὁ μητροπολίτης πού φαίνεται νά γνώριζε τήν ἱστορία τοῦ ναοῦ προτίμησε νά ἀναγραφεῖ στήν ἐπιγραφή τό ὄνομα τῆς ἁγίας Παρασκευῆς.

Ἀπό πανηγύρι στή μονή Ἁγίας Παρασκευῆς
(φωτογραφία 1910)
Κατά τό 1821 ἐμόναζε κάποιος Θεόδωρος, ὁ ὁποῖος ἀνέλαβε ρόλο ἐθνεγέρτη, ὅπως προαναφέραμε. 22721. Περί τά μέσα τοῦ 19ου αἰ. ἀσκήτευσε στό μοναστῆρι ὁ Σαμαριναῖος Χρύσανθος Παπαϊωάννου. Αὐτός, ὅταν ἀργότερα ἦταν ἐπίσκοπος Διοκλείας, συνέγραψε (1856) τό κτιτορικό τῆς μονῆς ἀλλά καί  κείμενο σχετικό μέ τή λειτουργία τῶν σχολείων στή Σαμαρίνα. Μέ ἀπόφασή του (7.6.1884) ὁ μητροπολίτης Κύριλλος διόρισε ἡγούμενο τῆς μονῆς, ἡ ὁποία πρό πολλοῦ ἦταν στερημένη ἡγουμενικῆς προστασίας καί χαρακτηριζόταν πλέον ἐνοριακή, τόν σύγκελλο Ζήση Μητροφάνη ἐκ Σαμαρίνας «...ἄνδρα κόσμιον τά ἤθη καί ἱεροπρεπῆ..». Ὁ Ζήσης ἀπομακρύνθηκε ἀπό τήν ἐποπτεία τῆς μονῆς τόν Αὔγουστο τοῦ 1889. Ἐπιστάτης ὁρίστηκε ὁ παπα-Παναγιώτης Μπακλαβᾶς. 
Τό μοναστήρι διέθετε ἰδιόκτητες γαῖες στούς Μαυραναίους, στό Ἀρμάτοβο καί, κυρίως, στή Σκοτίνα (Παλιοσαμαρίνα), κοντά στήν Καλαμπάκα. Στό ἀγρόκτημα τῆς Σκοτίνας εἶχε τό χειμαδιό μεγάλο κοπάδι αἱγοπροβάτων, τό ὁποῖο, κατά τήν παράδοση μετακινεῖτο χωρίς συνοδό πρός καί ἀπό τή Σαμαρίνα.      
Τό 1900 ἡγούμενος τῆς μονῆς ἀνέλαβε ὁ ἱερομόναχος Μανδραβέλης, Σαμαριναῖος πού μόναζε ὥς τότε στή Ζάμπορντα. Ἔκτισε ξενώνα καί φύτευσε ἀμπέλι. Κοντά του προσῆλθαν καί δύο ἀκόμη μοναχοί ἐπίσης ἀπό τή Σαμαρίνα. Μετά τόν θάνατό του, τό μοναστήρι ἔπεσε σέ χέρια ἀναξίων. Στήν περίοδο ἐκείνη τῆς παρακμῆς καί συγκεκριμένα τό 1910 ὁ πρόεδρος τῆς διαχειριστικῆς ἐπιτροπῆς Ζήσης Ταμπούρας, ἐξαπατώντας τούς ὑπολοίπους ἐπιτρόπους καί λαμβάνοντας πληρεξούσιο, πώλησε τήν ἔκταση στήν Σκοτίνα σέ γιατρό τῶν Τρικάλων, οἰκειοποιήθηκε τό ποσόν τῆς πωλήσεως καί μετανάστευσε στή Ρουμανία. Δέν εἶναι ἄσχετο τό γεγονός μέ τήν ἔνταση στίς σχέσεις τῶν μελῶν τῆς κοινότητας ἐξ αἰτίας τῆς ρουμανικῆς προπαγάνδας. Τό 1915 ὁ διαχειριστής τῆς μονῆς Θεοδόσιος Καραγεωργίου, ἡγούμενος τῆς μονῆς Μπουνάσιας, καταγγέλθηκε ἀπό κατοίκους τῆς Σαμαρίνας γιά τήν πώληση τῶν ζώων τῆς μονῆς. Πιθανόν ἡ καταγγελία νά ὀφείλεται στό ὅτι δέν ἦταν ἐπιθυμητό νά ἀσκεῖ τή διαχείρηση τῆς μονῆς. Διορίστηκε τότε ὡς ἡγούμενος ὁ ἱερομόναχος Ἰωάννης Μποσδούκης, ὁ ὁποῖος μετά ἀπό σύντομο χρονικό διάστημα παρέδωσε τή διαχείριση στόν Δημητρίο Οἰκονόμου, γιατρό καταγόμενο ἀπό τή Σαμαρίνα και διαμένοντα στά Τρίκαλα. 
Τό 1950 τό μοναστήρι, ἀπό ἀμέλεια τοῦ φύλακα, παραδόθηκε στίς φλόγες πυρκαγιᾶς καί καταστράφηκαν τόσο τά κτίσματα ὅσο καί ἡ ἐκ 2.000 τόμων βιβλιοθήκη του, καθώς λέγεται, καί διάφορα σημαντικά κειμήλια. Διασώθηκε μόνο τό καθολικό. 

Ἱερά μονή τοῦ Ἁγίου Νικολάου Περιβολίου
Κατά τό 1806 πέρασε ἀπό ἐκεῖ ὁ Pouqueville. Στό ὁδοιπορικό του σημειώνει ὅτι δέν ὑπῆρχαν μοναχοί. Κατά τό 1867 μνημονεύεται τό ὄνομα τοῦ ἡγουμένου Ἀνθίμου σέ ἀπόσπασμα τοῦ ὀθωμανικοῦ κτηματολογικοῦ βιβλίου. Ἡ μονή διέθετε 1.500 στρέμματα δάσους στήν κτηματική θέση «Καρίτσα-Μετόχι». Τό 1885, ὅταν πέρασε ὁ Σχινᾶς, διέθετε 15 κελλιά ἀλλά ἦταν ἔρημη. Ἐγκαταστάθηκε ἀργότερα κάποιος μοναχός, ὁ ὁποῖος ἀπεβίωσε τό 1907. Τά κτίσματα γύρω ἀπό τό καθολικό τῆς μονῆς ἐρειπώθηκαν κατά τόν 20ό αἰώνα, ἐνῶ τά λειτουργικά βιβλία, πλήν ἑνός, ἐξαφανίστηκαν κατά τή διάρκεια τῶν πολέμων 1940-1949. 

Ἱερά μονή τῆς Ἁγίας Τριάδος Ἀβδέλας

Καθολικό μονῆς Ἁγίας Τριάδος Ἀβδέλλας
(φωτογραφία 1927)
Τό μοναστήρι ἐγκαταλείφθηκε κατά τόν 18ο αἰώνα. Τά κτίσματα ἄρχισαν νά καταρρέουν, γιά νά διατηρηθεῖ μέχρι τόν 20ό αἰ. μόνο τό καθολικό. Τσιφλίκι του ἦταν ἡ Λιπινίτσα. 

Τό 1874, ὅταν τή διαχείριση εἶχε ὁ ἱερομόναχος Βενέδικτος, οἱ κάτοικοι τῆς Λιπινίτσας διεκδίκησαν τήν κυριότητα τῶν κτημάτων τοῦ οἰκισμοῦ καί δέν ἐπέτρεψαν στόν ἐνοικιαστή τήν ἐγκατάστασή του σ’ αὐτά. Τό καθολικό πυρπολήθηκε ἀπό τούς Γερμανούς κατά τό 1944. 


Στοιχεία γιά τήν ἐκπαίδευση (1800-1850)

Σχολεῖο ἱδρύθηκε στά Γρεβενά, μετά τήν καταστροφή τῶν Αὐλῶν (1773), ἀπό τόν ἅγιο Κοσμά τόν Αἰτωλό στό Βαρόσι. Ἀναφορά στό σχολεῖο αὐτό γίνεται ἀπό τόν Pouqueville (1806). Μεταξύ τῶν κτισμάτων τοῦ Βαροσίου ἐπισήμανε «κι ἕνα Ἑλληνικό σχολεῖο, πού τό προστατεύει ὁ ἀρχιεπίσκοπος, παρηγοριά κι  ἀποκοῦμπι τῶν πιστῶν». Kατά τό 1808 σχολάρχης τοῦ σχολείου τῶν Γρεβενῶν ἦταν ὁ Ἰωάννης Μανάκας ἀπό τή Σαμαρίνα. Σ’ αὐτόν μαθήτευσε ἐπί ἔτος ὁ Νικόλαος Τριανταφυλλίδης ἤ Χατζητριανταφύλλου, πατέρας τοῦ Ξενοφῶντος Τριανταφυλλίδου ἀπό τό Ξερολίβαδο τοῦ Βερμίου, τοῦ ὁποίου ἡ οἰκογένεια εἶχε ἐγκατασταθεῖ στήν Κοζάνη τό 1795. Ὁ Μανάκας ἀναγκάστηκε νά ἀποχωρήσει λόγω ἐρίδων στήν κοινότητα Γρεβενῶν. Ἐκτιμοῦμε ὅτι ἐπρόκειτο γιά ἀντιπαράθεση μεταξύ ἀληφρόνων καί ἀντιπάλων τους. 
Κατά τό 1815 δίδασκε στά Γρεβενά ὁ Ἰωάννης Πανταζῆς ἀπό τό Μακρύνου Ζαγορίου, ἀπόφοιτος τῆς Μπαλαναίας σχολῆς Ἰωαννίνων, καί ὁ Χρῆστος Γρεβενίτης, μαθητής τοῦ Κοζανίτη Στεφάνου Σταμκίδου. Ὁ Πανταζῆς δίδαξε ὥς τό 1828, ὁπότε μετακινήθηκε στά Τρίκαλα. Ὁ Γρεβενίτης δίδαξε ὥς τό 1820. 
Τά βλαχοχώρια ὑπῆρξαν ἀπό τούς πρώτους οἰκισμούς τῆς ἐπαρχίας, στούς ὁποίους λειτούργησαν σχολεῖα. Ἡ διάσπαση τοῦ κοινωνικοῦ τους ἱστοῦ ἐπί Ἀλῆ πασᾶ (1812-1822) καί ἡ ὁριστική μετοίκηση πολλῶν οἰκογενειῶν, τῶν πλέον εὐκαταστάτων, ὁδήγησε σέ μαρασμό τίς κοινότητες. Παρ’ ὅλα αὐτά, σχολεῖα φαίνεται πώς λειτουργοῦσαν σέ κάποιες ἀπό αὐτές. Στήν Κρανιά κτίστηκε διδακτήριο τό 1800. Τό 1810 κτίστηκε τό πρῶτο κτίριο γιά σχολεῖο τῆς Σμίξης στήν αὐλή τοῦ ναοῦ τοῦ Ἁγίου Νικολάου. 
Ὁ προαναφερθείς Νικόλαος Τριανταφυλλίδης, μετά τήν ἀποφοίτησή του ἀπό τό Φιλολογικό Γυμνάσιο τῆς Σμύρνης δίδαξε στήν Κοζάνη μεταξύ 1819 καί 1846 καί 1848-1855. Μαθητής του ὑπῆρξε καί ὁ ἐκ Σαμαρίνας Μίλων Σακελλαρίου. Ὁ τελευταῖος ἐπί δεκαετίες δίδαξε στά σχολεῖα τῆς γενέτειράς του. Ἄν λάβουμε ὑπόψη ὅτι κατά τό 1888 συνέχιζε νά διδάσκει, ἄν καί ἦταν «λίαν προβεβηκώς τήν ἡλκίαν», συνάγεται ὅτι πρέπει νά σπούδασε κατά τή δεκαετία τοῦ 1820. Πολύ πιθανόν νά ἀνέλαβε ἀμέσως μετά τήν ἀποφοίτησή του διδασκαλία σέ σχολεῖο τῆς Σαμαρίνας, τό ὁποῖο εἶχε ἐπανασυσταθεῖ. Κατά τόν Ἔξαρχο, μαθητής του ἐχρημάτισε κατά ἕνα θέρος καί ὁ Ἀπόστολος Μαργαρίτης, ὁ μετέπειτα ἰθύνων νοῦς τῆς ρουμανικῆς προπαγάνδας. 

Πρόσθετα στοιχεῖα (1851-1912)

Τά βλαχοχώρια ἦσαν, ὅπως γράψαμε, τά πρῶτα χωριά στά ὁποῖα ἱδρύθηκαν σχολεῖα κατά τόν 18ο αἰώνα. Ἡ ἐκπαιδευτική ἱστορία στά βλαχοχώρια κατά τό β΄ μισό τοῦ 19ου αἰ. εἶναι στενά συνδεδεμένη μέ τή ρουμανική προπαγάνδα, γι’ αὐτό καί ἀρκετά εἶναι τά στοιχεῖα πού ἀντλοῦνται ἀπό διάφορες πηγές. Σέ κάποια γεγονότα, ἄν καί αὐτά σχετίζονται μέ τήν ἐκπαίδευση, θά ἀναφερθοῦμε στίς σελίδες περί τῆς ρουμανικῆς προπαγάνδας. Ἤδη ἀπό τό τέλος τῆς δεκαετίας τοῦ 1870 κάποιοι δάσκαλοι σέ ἑλληνικά σχολεῖα τῶν βλαχοχωρίων ἐπιδοτοῦνταν ἀπό τόν «Σύλλογον πρός διάδοσιν τῶν ἑλληνικῶν γραμμάτων». (Στό ἑξῆς θά ἀναφέρεται ἁπλῶς ὡς «Σύλλογος»). 
Ἡ κατά τό χειμώνα διαβίωση τῶν Βλάχων στά πεδινά τῆς Θεσσαλίας εἶχε ὡς συνέπεια τή σύνδεση, μετά τό 1882, κάποιων ἀπό τούς προκρίτους αὐτῶν μέ τόν Ἕλληνα πρόξενο στήν Ἐλασσόνα, ὁ ὁποῖος μέ ἀναφορές του πρός τόν «Σύλλογο» καθιστοῦσε γνωστά τά προβλήματα πού ἀντιμετώπιζαν τά σχολεῖα τῆς ὀρεινῆς Πίνδου. Συνεργάτες τοῦ προξένου ἀναφέρονται οἱ Δημήτριος Σάδας, Δημήτριος Τσιτώτας (δάσκαλοι), Δημήτριος Μάστακας, ἔμπορος, Ματούσης Χατζημάτης, γυιός τοῦ ἐκτελεσθέντος Ζήση Ματούση Χατζημάτη, Γεώργιος Γεράσης, ἐγγονός τοῦ φονευθέντος στή Φιλουριά Γεωργίου Γεράση (ἀπό τή Σαμαρίνα) καί Ἰωάννης (Νάκος) Πολυαραῖος, δάσκαλος ἀπό τήν Ἀβδέλλα, πού ὅμως ἐμφανίζεται ἀργότερα.
Ἡ ρουμανική προπαγάνδα διέθετε σημαντικούς πόρους γιά συνέχιση τῶν σπουδῶν μέ ὑποτροφία σέ μαθητές ἀπό τά βλαχοχώρια τῆς Πίνδου. Τό 1887 σπούδαζαν στό Μοναστήρι ἤ στό Βουκουρέστι 6 ἀπό Σαμαρίνα, 2 ἀπό Περιβόλι καί 12 ἀπό Ἀβδέλλα. Μάλιστα οἱ Μαργαρίτης καί Καραγιάννης εἶχαν σκοπό νά ἀποστείλουν νέους γιά σπουδές καί στή Ρώμη. Ἔναντι αὐτῶν οἱ ἑλληνικές ὑποτροφίες ἦσαν μόνον 4. Τό ἐπίπεδο ἐκπαίδευσης κατά προξενική ἔκθεση ἦταν πολύ χαμηλό σέ ὅλους τούς οἰκισμούς, λόγω ἀλλαγῆς σχολείου ἐντός τοῦ σχολικοῦ ἔτους ἐξ αἰτίας τῆς μετακινήσεως τῶν μαθητῶν. Ἀρκετοί δάσκαλοι στά ἑλληνικά σχολεῖα τῶν βλαχοχωρίων ὑπῆρξαν ἀπόφοιτοι τοῦ Ἑλληνοσχολείου Μετσόβου. [39394]
Τό 1891 ὁ πρόξενος Ἐλασσόνας σέ ἀναφορά του ἐπισήμαινε τή σωρεία τῶν ἐπιδοτουμένων δασκάλων στά βλαχοχώρια καί εἰσηγεῖτο τήν περικοπή τῶν ἐπιδοτήσεων. Ἔφερε ὡς παράδειγμα τούς οἰκισμούς Σαμαρίνα (5 δάσκαλοι + 2 δασκάλες ἀντί τῶν 3+1 πού θά ἀρκοῦσαν), Κρανιά (3+1, ἀντί 1+1) καί Σμίξη ( 2+1 γιά οἰκισμό μέ 90 οἰκίες). Οἱ πρόξενοι, διακατεχόμενοι ἀπό πνεῦμα αὐστηρῆς οἰκονομίας στόν τομέα τῆς ἐκπαιδεύσεως, ἀδυνατοῦσαν νά ἀντιληφθοῦν ὅτι οἱ δάσκαλοι ἦσαν ἀναγκαῖοι σέ ἐποχή ἐξάρσεως τῆς ρουμανικῆς προπαγάνδας. Πάντως, στήν ἴδια ἔκθεση ὁ πρόξενος ἀναγνώριζε τή δυσκολία τοῦ νά παυθοῦν γράφοντας: «Πῶς ὅμως νά παυθῶσιν ἀποτόμως καί συγχρόνως πάντες οἱ δάσκαλοι οὖτοι, οἵτινες πολλάς ἄλλοτε προσέφερον εἰς τό ἔθνος ὑπηρεσίας καί πολλάκις προέταξαν τά στήθη αὐτῶν πρός προάσπισιν;». Τελικά ὅμως οἱ ἐπιδοτήσεις περικόπηκαν κατά τό θέρος τοῦ 1891. Παρά ταῦτα προξενική ἔκθεση (1892) εἰσηγεῖτο τήν μέ κάθε θυσία λειτουργία ἑλληνικοῦ σχολείου, ὅπου λειτουργοῦσε ρουμανικό, προσεκτική ἐπιλογή δασκάλων μέ πνοή, εἰ δυνατόν ἐντοπίων, εἰσαγωγή τῶν γλωσσῶν τουρκικῆς καί γαλλικῆς, προσφορά δώρων σέ τοπικούς ἀξιωματούχους, χορήγηση ὑποτροφιῶν σέ ἄπορους μαθητές τῶν βλαχοχωρίων γιά συνέχιση τῶν σπουδῶν στά Τρίκαλα ἤ στή Λάρισα, σύσταση συλλόγου Βλάχων ἐγκατεστημένων στή Θεσσαλία πρός στήριξη τῶν παραχειμαζόντων. Κατά τό θέρος ἐκεῖνο μέ μεγάλη δυσκολία λειτούργησε σχολεῖο στή Σαμαρίνα στόν νάρθηκα ναοῦ (μᾶλλον τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου), στό μόνο ἀπό τά βλαχόφωνα χωριά. Αἰτία μεταξύ ἄλλων ἦταν ἡ ἀπροκάλυπτη στήριξη τῶν ρουμανιζόντων ἀπό τίς ὀθωμανικές ἀρχές.
Γιά τήν εὔρυθμη λειτουργία τῶν ἑλληνικῶν σχολείων στά βλαχοχώρια τό ἑλληνικό προξενεῖο Ἐλασσόνας εἶχε ἐγγράψει στόν προϋπολογισμό του γιά τό θέρος τοῦ 1891 ποσό 80 λιρῶν γιά μισθοδοσία ἐπιθεωρητοῦ, κατά τό ἀντίστοιχο τῶν ρουμανιζόντων. Τό 1911 εἶχε προσληφθεῖ ὡς γραμματεύς τῆς μητροπόλεως καί ἐπιθεωρητής σχολείων βλαχοφώνων κοινοτήτων ὁ Ἀντώνιος Μαρίνης. Τό 1912 τό Προξενεῖο εἶχε ἐξασφαλίσει δασκάλους γιά Σαμαρίνα (2), Σμίξη (1), Ἀβδέλλα (1), Περιβόλι (1) καί δασκάλες γιά Σαμαρίνα (1), Σμίξη (1) καί Ἀβδέλλα (1). Τό θέρος τοῦ 1912 εἶχε διοριστεῖ ὡς ἐπιθεωρητής σχολείων βλαχοφώνων κοινοτήτων ὁ Ζωγράφος. Οἱ δάσκαλοι πού δίδασκαν στά θερινά σχολεῖα τῶν βλαχοχωρίων συνέχιζαν τήν ἐργασία τους κατά τό χειμώνα σέ σχολεῖα θεσσαλικῶν οἰκισμῶν ἤ τῶν Γρεβενῶν. 

Τρίγλωσση επιγραφή σέ ναό τοῦ Κλεινοβοῦ Καλαμπάκας
(ἀρχαῖα καί νέα ἑλληνικά, καθώς καί βλάχικα) (1789).
 
Σημειώνουμε ὅτι τά σπάνια γραπτά κείμενα σέ βλάχικη γλώσσα γράφηκαν μέ ἑλληνικούς χαρακτῆρες ὡς τήν ἐμφάνιση τῆς λεγόμενης ρουμανικῆς προπαγάνδας. Τότε εἰσήχθη καί ἡ λατινική γραφή. Οἱ προπαγανδιστές δέν φρόντισαν γιά τή γραπτή ἀπόδοση τῆς βλάχικης γλώσσας, ἀλλά γιά τή διδασκαλία τῆς ρουμανικῆς, γι’ αὐτό ἀρκετοί ἀρχικά παρασυρθέντες ἐγκατέλειψαν ἀργότερα τήν προπαγάνδα. 

Ἀναλυτικά γιά τά σχολεῖα ἀνά κοινότητα παραθέτουμε τά ἀκόλουθα στοιχεῖα:


Σαμαρίνα

Σύσταση σχολείων

Τό σχολεῖο πού εἶχε ἐπανασυσταθεῖ κατά τό β΄ τέταρτο τοῦ 19ου αἰ. εἶχε πάψει νά λειτουργεῖ μᾶλλον μετά τήν ἐπανάσταση τοῦ 1854. Τό 1856 ἔγινε προτροπή τοῦ Σαμαριναίου ἐπισκόπου Διοκλείας Χρυσάνθου Παπαϊωάννου πρός τούς προκρίτους νά ἀνασυστήσουν σχολεῖο. Ὅμως μόλις τό 1867 ἔχουμε πληροφορία γιά λειτουργία σχολείου. Ἡ ἀνάπτυξη τῆς ἐκπαίδευσης ὑπῆρξε ἀρχικά ραγδαία, ὥστε τό 1873 νά λειτουργοῦν Ἑλληνικό, 2 Δημοτικά καί 2 Κοινά σχολεῖα μέ 600 συνολικά μαθητές. Σύμφωνα μέ ρουμανική πηγή, στή Σαμαρίνα λειτουργοῦσαν περί τό τέλος τῆς δεκαετίας τοῦ 1870 4 Κοινά (ἀλληλοδιδακτικά) σχολεῖα, ἕνα σέ κάθε ἐνορία, καί 1 Ἑλληνικό. Φαίνεται ὅτι εἶχε ἀναπτυχθεῖ ἅμιλλα μεταξύ τῶν 4 ἐνοριῶν, καί κάθε μία διέθετε Κοινό σχολεῖο, ἐνῶ τό Ἑλληνικό δεχόταν μαθητές ἀπό ὅλες τίς ἐνορίες. Μάλιστα δύο διδακτήρια σώζονταν ὡς τό 1940. Ὅμως κατά τό 1879 ἡ λειτουργία τῶν σχολείων εἶχε ἀτονήσει. Ἡ ἀντιπαράθεση, λόγω τῆς ρουμανικῆς προπαγάνδας, ὁδήγησε τά σχολεῖα αὐτά σέ μαρασμό στήν ἀρχή τῆς δεκαετίας τοῦ 1880. Τό 1879 συνεστήθη καί ρουμανικό σχολεῖο μέ τήν οἰκονομική ὑποστήριξη τῆς «Φιλεκπαιδευτικῆς Ἀδελφότητος» Σαμαρίνας, στήν ὁποία εἶχαν ἐπικρατήσει οἱ ρουμανίζοντες. Ὁ «Σύλλογος» περί τά τέλη τοῦ ἴδιου ἔτους ἔκρινε ἀπαραίτητη τήν ἀναδιοργάνωση καί ἐπέκταση τοῦ κυρίου Ἑλληνικοῦ σχολείου, τήν ἵδρυση Παρθεναγωγείου καί τήν αὔξηση τοῦ ἀριθμοῦ τῶν διανεμομένων βιβλίων. Πράγματι τό θέρος τοῦ 1880 τό σχολεῖο εἶχε ἀναβαθμιστεῖ σέ Ἡμιγυμνάσιο (Ἀστική Σχολή) καί ἄρχισε νά λειτουργεῖ καί Παρθεναγωγεῖο. Δέν φαίνεται ὅμως νά εὐοδώθηκε ἡ λειτουργία τους καί κατά τά ἑπόμενα ἔτη. Σύμφωνα μέ ἀνταπόκριση πρός τήν ἐφημερίδα «Ἐκκλησιαστική Ἀλήθεια» τό 1883 λειτουργοῦσαν τέσσερα Δημοτικά σχολεῖα καί ἕνα Ἑλληνικό, καθώς καί νηπιαγωγεῖο. Ἔκθεση ὅμως τῆς Μητροπόλεως Γρεβενῶν (1.10.1885) ἀναφέρει λειτουργία δύο μόνο σχολείων, ἐκ τῶν ὁποίων τό ἕνα λειτουργοῦσε ὡς Ἀστική σχολή. 

Σφραγίδες ἐφορείας ἐκαιδευτηρίων (1882) καί
Δημογεροντίας (1903) Σαμαρίνας.
 
Τό 1885 εἶχε προγραμματιστεῖ ἐκ νέου ἡ λειτουργία Παρθεναγωγείου, ἡ ἐπιλεγεῖσα ὅμως δασκάλα δέν προσῆλθε. Ὁ πρόξενος Ἐλασσόνας σέ ἔκθεσή του (24.9.1887) ἀνέφερε λειτουργία τεσσάρων σχολείων, ἀπό τά ὁποῖα στό ἕνα διδάσκονταν τά ἑλληνικά μέχρι τρίτης τάξεως. Θεωροῦμε ὑπερβολικό τόν ἀριθμό τῶν σχολείων σέ περίοδο ἐντάσεως τῶν σχέσεων μεταξύ τῶν μελῶν τῆς κοινότητας, λόγω τῆς ρουμανικῆς προπαγάνδας. Πιθανόν ὁ πρόξενος νά εἶχε λάβει ὑπόψη κατά τή σύνταξη τῆς ἔκθεσής του τό δημοσίευμα τῆς ἐφημερίδας τοῦ Πατριαρχείου, πού εἶχε στηριχθεῖ σέ ἐνθουσιώδη ἀνταπόκριση κατοίκου τῆς Σαμαρίνας, ὁ ὁποῖος δίσταζε νά δεχθεῖ ὅτι μέ τήν εἴσοδο στή δεκαετία τοῦ 1880 εἶχε διαμορφωθεῖ ἄλλη κατάσταση στόν οἰκισμό. Τό 1887 ἔγιναν πάλι προσπάθειες νά λειτουργήσει καί Παρθεναγωγεῖο, ἀλλά δέν κατέστη δυνατόν. Τό φθινόπωρο τοῦ ἔτους ἐκείνου ὁ πρόξενος Ἐλλασσόνας ζητοῦσε νά σταλοῦν ἐποπτικά εἴδη γιά τό ὑπό ἵδρυση Παρθεναγωγεῖο, τό ὁποῖο λειτούργησε μᾶλλον τό 1888. Ὁ Κρυστάλλης (1889), πού εἶχε δική του ἀντίληψη, καθώς ἐπισκέφθηκε τή Σαμαρίνα, ἐπίσης ἀνέφερε λειτουργία τεσσάρων ἑλληνικῶν σχολείων. Πάντως, ἡ ὑπερβολή ἐπιβεβαιώνεται ἀπό ἔκθεση τοῦ μητροπολίτη Κλήμη (1890), στήν ὁποία γίνεται λόγος γιά λειτουργία μόνο δύο σχολείων, τό πιθανότερο ἑνός Ἀρρεναγωγείου σέ ἐπίπεδο Ἀστικῆς σχολῆς καί ἑνός Παρθεναγωγείου. Τό 1892, καί ἐνῶ ἡ ρουμανική προπαγάνδα σημείωνε κάμψη στή Σαμαρίνα, ἄρχισε ἡ διαμάχη μεταξύ τῶν δύο ὁμάδων γιά τήν κατοχή τῶν διδακτηρίων. Οἱ μαθητές τῶν ἑλληνικῶν σχολείων, ἄν καί κατά πολύ πολυπληθέστεροι, ἐξαναγκάστηκαν νά παρακολουθοῦν μαθήματα στούς νάρθηκες τῶν ναῶν. Τό 1894 γινόταν λόγος σέ ἐπιστολή για τρία διδακτήρια, ἐκ τῶν ὁποίων ἕνα στον αὔλειο χῶρο τῆς «Μικρῆς Παναγιᾶς». 
Τό 1910 γίνεται λόγος για νεόδμητο διδακτήριο, τό ὁποῖο εἶχε ἁρπαχθεῖ ἀπό τους ρουμανίζοντες. Ἀκριβές εἶναι ὅτι αὐτό ἀνηγέρθη ἀπό τούς ἑλληνόφρονες στον αὔλειο χῶρο τοῦ ναοῦ του Προφήτη Ἠλία καί εὐθύς παρεδόθη στούς ρουμανίζοντες, προκειμένου αὐτοί νά ἐγκαταλείψουν τό κατειλημμένο διδακτήριο τῆς «Μεγάλης Παναγιᾶς». Οἱ Ἄγγλοι ἀρχαιολόγοι Wace καί  Thomson ἀναφέρουν ὅτι, ὅταν τό ἐπέτρεπαν οἱ καιρικές συνθῆκες, τά μαθήματα γίνονταν στήν πλατεῖα. Ἐκτιμοῦμε ὅτι αὐτό γινόταν ἐξ ἀνάγκης στά ἑλληνικά σχολεῖα διότι στούς νάρθηκες τῶν ναῶν οἱ συνθῆκες δέν ἦσαν πολύ κατάλληλες.

Οἰκονομικά σχολείων

Διδακτήριο «Μικρῆς Παναγιᾶς» ἀριστερά τοῦ ναοῦ
(φωτογρ. 1910)
Ἡ πολυπληθής καί ἀνθοῦσα κοινότητα Σαμαρίνας δέν ἀντιμετώπιζε οἰκονομικά προβλήματα γιά τή λειτουργία σχολείων. Ἤδη κατά τό 1873 ὑπηρετοῦσαν 5 δάσκαλοι μέ μισθούς 45 λίρες γιά τά Ἑλληνικό καί Δημοτικά σχολεῖα καί 15 λίρες γιά τά Κοινά. Κατά τό 1880 τά ἑλληνικά σχολεῖα, δύο ἤ καί περισσότερα, ἐπιχορηγοῦσαν οἱ ἐνορίες μέ 200-4.000 γρόσια (2-40 λίρες) τό καθένα. 214134. Πρός ἐνίσχυση τῶν σχολείων ἀπό τοῦ 1880 δύο δάσκαλοι μισθοδοτοῦνταν ἀπό τόν «Σύλλογο» μέ 50 ὀθωμανικές λίρες, διδάσκοντες ἀπό 1ης Μαΐου ὥς τό τέλος Σεπτεμβρίου. Ἡ ἐνίσχυση συνεχίστηκε ὡς τό 1885. 
Τό 1880 εἶχαν διετεθεῖ χρήματα τῆς «Ἀδελφότητος» Σαμαριναίων πρός ἐνίσχυση τοῦ ρουμανικοῦ σχολείου. Αὐτό μαρτυρεῖ ὅτι στό συμβούλιό της εἶχαν ὑπερισχύσει οἱ ρουμανίζοντες. Ἡ «Ἀδελφότης» τό 1883 εἶχε ἤδη σχηματίσει σημαντικό κεφάλαιο ἐκ 300 ὀθωμανικῶν λιρῶν. Ὁ Κρυστάλλης (1889) ἀνεβάζει τό κεφάλαιο τῆς Ἀδελφότητος σέ 50.000 γρόσια (463 λίρες). Δέν ἀναφέρει ὅμως διάθεση ποσῶν πρός ἐνίσχυση σχολείων. Ἡ «Ἀδελφότης» εἶχε ἤδη διαλυθεῖ τό 1884 λόγω ἀντιδράσεως πολλῶν κατοίκων στή διάθεση χρημάτων γιά τή λειτουργία τοῦ ρουμανικοῦ σχολείου. Τό κεφάλαιο κατακρατήθηκε ἀπό τούς ἐφοροδημογέροντες καί διετέθη μᾶλλον γιά τούς σκοπούς τῆς προπαγάνδας. Κατά τόν Κρυστάλλη τά σχολεῖα συνέχιζε νά συντηρεῖ ὁ «Σύλλογος». Αὐτό δέν εἶναι ὀρθό διότι ὁ «Σύλλογος» κάλυπτε τούς μισθούς μόνο δύο δασκάλων, ἐνῶ οἱ ὑπόλοιποι πέντε μισθοδοτοῦνταν ἀπό τά ἐκκλησιαστικά εἰσοδήματα. Πιθανόν ὁ «Σύλλογος» νά ἐξασφάλιζε ἐπί πλέον βιβλία καί ἐποπτικά μέσα. Ἐκπρόσωπος τοῦ «Συλλόγου» στήν περιφέρεια Ἐλασσόνος ἦταν ὁ Ζήσης Χατζημάτης ἀπό τήν Σαμαρίνα. Ἀπό τό 1886 ἐπί τριετία κρατήθηκε ὑπό περιορισμό στά Σέρβια μαζί μέ τόν συγγενῆ του Νικόλαο Γ. Χατζημάτη. Καί οἱ δύο δολοφονήθηκαν ἀπό τούς Τούρκους τό 1897. Ὁ «Σύλλογος» συνέχιζε νά καλύπτει μέρος τῶν μισθῶν τῶν δασκάλων καί κατά τό 1902. 

Δάσκαλοι

Δημήτριος Σάδας  
Τά σχολεῖα τῆς Σαμαρίνας διέθεταν ἀρκετούς ἀξιόλογους δασκάλους. Ἀπό τούς πρώτους δασκάλους μέ σημαντική προσφορά ὑπῆρξε ὁ Μίλων Σαλελλαρίου. Σέ κρίσιμη ἐποχή λόγω τῆς ρουμανικῆς προπαγάνδας προσλήφθηκε (λίγο πρό τοῦ 1880) ὁ Δημήτριος Σάδας, ὁ ὁποῖος ὑπηρέτησε τήν ἐκπαίδευση στή Σαμαρίνα ὡς τόν θάνατό του (1902). Ὀ μητροπολίτης Κύριλλος με ἐπιστολή του πρός τόν «Σύλλογο» (11.4.1887) ζητοῦσε τήν ἐξεύρεση δασκάλας ἀπόφοιτης τοῦ Διδασκαλείου Θεσσαλονίκης. Ὁ πρόξενος Ἐλασσόνας πρότεινε σέ ἔκθεσή του (1887) νά διορισθοῦν κάποιοι ὑπότροφοι μαθητές γυμνασίων Σαμαριναῖοι στά σχολεῖα της Σαμαρίνας καί νά σταλοῦν κάποιοι μαθητές της ὑπότροφοι στό γυμνάσιο Τσοτυλίου (ἐτήσια δαπάνη διδάκτρων 7 ὀθωμανικές λίρες). 
Ἡ καταβολή τῶν μισθῶν στούς  δασκάλους  δέν  γινόταν πάντοτε μέ συνέπεια. Μέ ἔγγραφό του (2.10.1899) πρός τόν πρόξενο Ἐλασσόνας ὁ δάσκαλος Σαμαρίνας καί φοιτητής τῆς ἰατρικῆς Δημήτριος Ἀδαμαντίδης ζητοῦσε νά τοῦ καταβληθεῖ ὁ μισθός γιά τή  διδασκαλία  του κατά τή διάρκεια τοῦ θέρους, τόν ὁποῖο τό Προξενεῖο καθυστεροῦσε, λόγω ἐλλείψεως χρημάτων (δέν εἶχαν ἀποσταλεῖ ἀπό τόν «Σύλλογο»). Παρεπονεῖτο τονίζοντας ὅτι ἀναγκάστηκε νά διδάξει σέ μιά θέση ἐπίπονη καί ἐπικίνδυνη, λόγω τῆς ρουμανικῆς προπαγάνδας, παραμελώντας τή μελέτη του, προκειμένου νά ἐξασφαλίσει τά ἔξοδα τῶν σπουδῶν του στό Πανεπιστήμιο. Συνημμένη στήν αἴτησή του εἶχε βεβαίωση τοῦ μητροπολίτου. Σέ ἔγγραφο τοῦ προξενείου μεταγενέστερα (2.6. 1908) ὁ Ἀδαμαντίδης φέρεται ὡς ὕποπτος καί ζητεῖται ἡ παρακολούθησή του. Οἱ Ρουμάνοι δέν ἄφηναν ποτέ τά ταμεῖα πού διαχειρίζονταν τά ὄργανά τους κενά. Ἔτσι ὁ πειρασμός ἦταν μεγάλος. Παρ’ ὅλα αὐτά τά ἑλληνικά σχολεῖα γνώριζαν στό τέλος τοῦ 19ου αἰ. ἄνθηση.
Μέ πρόταση τοῦ Σάδα τό προξενεῖο Ἐλασσόνας ζήτησε (1900) νά εἰσαχθοῦν δύο βοηθοί δάσκαλοι στό διδασκαλεῖο Λάρισας ὡς ὑπότροφοι. Μέ ἐνέργειες τοῦ προξένου αὐτό ἔγινε δυνατό, ἐνῶ τά δίδακτρά τους κάλυπτε ὁ «Σύλλογος».

Ἀβδέλλα

Ἡ ἔκθεση Σακελλάρη (1941) ἀναφέρει ὅτι ἱδρύθηκε ἑλληνικό σχολεῖο τό 1867 καί λειτούργησε χωρίς ἐμπόδια ὥς τό 1876, ὁπότε ἄρχισαν οἱ ἔριδες μεταξύ τῶν κατοίκων τῆς κοινότητας. Δέν ὑπάρχει ὅμως καμιά μαρτυρία τῆς ἐποχῆς γιά τή λειτουργία σχολείου κατά τή δεκαετία τοῦ 1860. Τό 1867 ἐμφανίστηκε κάποιος Στέφανος ἀπό τήν Ἀβδέλλα μέ σκοπό νά διδάξει τή ρουμανική γλώσσα. Μάλιστα οἱ Pineta καί Rubin γράφουν ὅτι κατά τό ἔτος αὐτό ἱδρύθηκε ρουμανικό σχολεῖο μέ τήν εὐλογία τοῦ μητροπολίτη Γρεβενῶν Γενναδίου. Ἐνδεχομένως νά ὑπῆρξε τό πρῶτο σχολεῖο στόν οἰκισμό. Τό 1873 λειτουργοῦσε καί ἑλληνικό Δημοτικό σχολεῖο, στό ὁποῖο ὅμως διδασκόταν καί ἡ βλάχικη γλώσσα (τό πιθανότερο ἡ ρουμανική). Πληροφορία γιά λειτουργία ἑλληνικοῦ σχολείου ὑπάρχει καί τό 1880. Ἀπό ἀνταπόκριση τῆς ἐφημερίδας τοῦ Πατριαρχείου (1883) πληροφορούμαστε τήν ἱκανοποιητική λειτουργία τοῦ ἑλληνικοῦ σχολείου. Κατά τήν τριετία 1885-1887 ἡ κάλυψη τῶν μισθῶν τῶν δασκάλων γινόταν ἀπό τόν «Σύλλογο». Τό 1887 ὁ πρόξενος Ἐλασσόνας πρότεινε σέ ἔκθεσή του τήν ἀνάληψη ἀπό τό «Σύλλογο» τῆς μισθοδοσίας ἑνός δασκάλου τοῦ διδασκαλείου Θεσσαλονίκης καί μιᾶς νηπιαγωγοῦ καί τή χορήγηση ὑποτροφιῶν γιά τό γυμνάσιο Τσοτυλίου. Πότε ἀκριβῶς κτίστηκε τό διδακτήριο δέν εἶναι γνωστό. Πάντως στίς ἀρχές τοῦ 20οῦ αἰ. οἱ ρουμανίζοντες ἐπέτυχαν νά ἀποκτήσουν δικαιώματα ἐπ’ αὐτοῦ. 
Κατά τό 1902 αὐξήθηκε θεαματικά ὁ ἀριθμός τῶν μαθητῶν τοῦ ἑλληνικοῦ σχολείου χάρη στίς προσπάθειες τοῦ νέου μητροπολίτου Ἀγαθαγγέλου. Ὅμως ἀκόμη καί κατά τό 1911 οἱ μαθητές τοῦ ρουμανικοῦ σχολείου ἦσαν περισσότεροι ἀπό ἐκείνους τοῦ ἑλληνικοῦ. Ἀρκετοί κάτοικοι θεωροῦσαν πλεονέκτημα τή χρήση λατινικῆς γραφῆς. 

Περιβόλι

Στό Περιβόλι ἐπαναλειτούργησε ἑλληνικό σχολεῖο κατά τή δεκαετία τοῦ 1870 στόν ναό τοῦ Ἁγίου Γεωργίου. Ὑπάρχει μαρτυρία τῆς λειτουργίας Δημοτικοῦ σχολείου κατά τό 1873. Ἔκκληση πρός τον ἁρμόδιο ὑπουργό τῆς ἡγεμονίας τῆς Μολδοβλαχίας γιά ἵδρυση ρουμανικοῦ σχολείου ἔγινε κατά τό 1869. Αὐτό τελικά ἱδρύθηκε τό 1877, σύμφωνα μέ ρουμανική πηγή.  Μάλιστα, ἐπειδή οἱ ρουμανίζοντες ἀπέσπασαν τό μισό σχολεῖο τοῦ ναοῦ τοῦ Ἁγίου Γεωργίου, χρησιμοποιήθηκαν γιά αἴθουσες διδασκαλίας τοῦ ἑλληνικοῦ καί οἱ δύο γυναικωνίτες τοῦ ναοῦ. Αὐτό πιθανόν νά συνέβη στήν ἀρχή τῆς δεκαετίας τοῦ 1880. Κατά τό 1880 οἱ ἐνορίες ἐπιχορηγοῦσαν τό σχολεῖο τῆς κοινότητας. Τό 1883 τό ἑλληνικό σχολεῖο ὑπολειτουργοῦσε, λόγω τῆς ἀδιαφορίας, κατά τήν πηγή, τῶν κατοίκων γιά τά γράμματα. Τό πιθανότερο ὅμως εἶναι ἡ ὑπολειτουργία νά ὀφειλόταν στήν ἐξάπλωση τῆς ρουμανικῆς προπαγάνδας. 
Τό 1890 τό ἑλληνικό σχολεῖο συντηροῦσε ὁ «Σύλλογος πρός διάδοσιν τῶν ἑλληνικῶν γραμμάτων». 

Σμίξη

Σχολεῖο λειτουργοῦσε ἤδη κατά τό 1863. Πρῶτος δάσκαλος ἦταν ὁ Δημάδης ἀπό τά Γρεβενά. Ρουμανικό σχολεῖο λειτούργησε γιά λίγα ἔτη κατά τή δεκαετία τοῦ 1870. Τό 1873 λειτουργοῦσε ἑλληνικό Δημοτικό σχολεῖο. Κατά τό 1895 ἀναφέρεται λειτουργία καί δευτέρου σχολείου, μᾶλλον Παρθεναγωγείου. Γιά τή στέγαση αὐτοῦ πιθανόν νά ἔγινε ὁ διαχωρισμός τῆς μόνης αἴθουσας τοῦ παλιοῦ διδακτηρίου τοῦ 1810. Κρίνουμε τό γραφόμενο σέ ἔκθεση προξένου ὅτι τό σχολεῖο εἶχε ἀναβαθμιστεῖ σέ μεικτή Ἀστική σχολή στίς ἀρχές τοῦ 20οῦ αἰ. ὡς ὑπερβολή. Tό 1904 προσετέθη μία σχολική αἴθουσα στό διδακτήριο.  

Κρανιά

Kατά τό 1873-74 λειτουργοῦσε μέ τά εἰσοδήματα τῆς Ἐκκλησίας μικτό σχολεῖο Ἑλληνικό καί Δημοτικό μέ 80 μαθητές (10+70). Κατά τό 1879-80 τό σχολεῖο ἐπιχορηγοῦσαν οἱ ἐνορίες τῆς κοινότητας. Τό 1883 τό σχολεῖο ἦταν καλά ὀργανωμένο καί στεγαζόταν σέ νεόκτιστο κτήριο. Τό 1884 συστάθηκε καί Παρθεναγωγεῖο. Τό ἴδιο ἔτος συστάθηκε καί ρουμανικό σχολεῖο. Ὁ Σχινᾶς (1885) καταγράφει δύο ἑλληνικά σχολεῖα, Ἀρρεναγωγεῖο καί Παρθεναγωγεῖο. Σύμφωνα μέ ἔκθεση τοῦ μητροπολίτη Κυρίλλου (1886) στό Ἀρρεναγωγεῖο συνέχιζαν νά λειτουργοῦν Ἑλληνικό καί Δημοτικό σχολεῖα. Κατά τήν τριετία 1886-1888 τά ἑλληνικά σχολεῖα ἐπιχορηγήθηκαν ἀπό τή μονή Σπηλαίου μέ 10, 8 καί 7 λίρες ἀντίστοιχα. Σέ ἔκθεση (1887) ὁ πρόξενος εἰσηγεῖτο νά διδάσκουν στήν Κρανιά κατά τή χειμερινή περίοδο ἡ δασκάλα τοῦ Παρθεναγωγείου Σαμαρίνας καί ὁ δάσκαλος τοῦ Περιβολίου. 

Μπάλτινο

Ἐνθύμηση Μπάλτινου (1863)
Τό θέρος τοῦ 1863 λειτουργοῦσε σχολεῖο μέ δάσκαλο τόν ἱερέα Ἰωάννη ἀπό τούς Ζαπανταίους. Ὁ Ἰωάννης δίδαξε καί κατά τό θέρος τοῦ 1866. Τό σχολεῖο ἄρχισε νά λειτουργεῖ συστηματικά στό τέλος τῆς δεκαετίας τοῦ 1880. Τό 1895-1897 στό Μπάλτινο δίδαξε ὁ Γεώργιος Βλάχος ἤ Ἀλεξίου ἀπό τό Μπόζοβο. Τό σχολεῖο ἔκλεισε μετά τόν ἑλληνοτουρκικό πόλεμο. Ἐπωφελήθηκε τότε ἡ ρουμανική προπαγάνδα καί διώρισε τό 1898 δάσκαλο τόν Λεόνη Κωνσταντίνου-Κωνσταντινέσκου (γυιό τοῦ παπα-Δημητρίου, ρουμανίζοντος ἱερέα) ἀπό τό Περιβόλι. Τό σχολεῖο λειτούργησε ἐπί τρία ἔτη. Οἱ κάτοικοι ἐξ ἀνάγκης ἔστειλαν τά παιδιά τους στό ρουμανικό σχολεῖο παράλληλα ὅμως ἐζήτησαν ἀπό τό προξενεῖο Ἐλασσόνας τήν ἀποστολή Ἕλληνα δασκάλου καί ἐπέτυχαν νά διοριστεῖ (1900-01) ὁ Νικόλαος Σακοράφας, συγχωριανός τους, μισθοδοτούμενος ἀπό τό προξενεῖο μέ 15 λίρες ἐτησίως. Οἱ κάτοικοι ἀπέσυραν τά παιδιά τους ἀπό τό ρουμανικό σχολεῖο παρά τήν πίεση τῶν ρουμανιζόντων καί τῶν τουρκικῶν ἀποσπασμάτων. Τό 1901-02 λειτουργοῦσε σχολεῖο, δέν ἀναφέρονται ὅμως στοιχεῖα γι’ αὐτό. Τό 1910 οἱ ρουμανίζοντες ἐγκατέστησαν γιά δεύτερη φορά δάσκαλο τόν Μπαρτζιούμα Ἀθανάσιο ἀπό τήν Κρανιά. Μετά ὅμως ἀπό σύντομη παραμονή στό Μπάλτινο ἀποχώρησε ὑπό τόν φόβο τῶν ἑλληνικῶν ἀνταρτικῶν ὁμάδων. Στίς 7.7.1911 οἱ ρουμανίζοντες δολοφόνησαν τόν δάσκαλο Σακοράφα. Ἀντ’ αὐτοῦ τό προξενεῖο διόρισε τόν δεκαεξαετῆ Νικόλαο Χανιώτη ἀπό τό Μπάλτινο, μαθητή τοῦ σχολείου τοῦ Βελεστίνου. Αὐτός ἀναγκάστηκε νά διακόψει τίς σπουδές του καί ἀνέλαβε μέ ζῆλο τήν ἐκπαίδευση τῶν παιδιῶν του χωριοῦ του, ἀπορρίπτοντας τίς  δελεαστικές προσφορές τοῦ Τσιακαμᾶ καί  ἀψηφώντας τίς ἀπειλές του. Δίδαξε ἐπί σειράν ἐτῶν. Τό σχολεῖο λειτουργοῦσε κατά τό 1912-13 ὡς τριτάξιο Δημοτικό (μαθητές 10, μαθήτριες 4). 

Θέματα διοίκησης

Ἡ Σαμαρίνα ἀπετέλεσε μετά τό 1856 μουδιρλίκι, ἄν καί στίς πηγές δέν μαρτυρεῖται ρητά ἡ παρουσία μουδίρη ἐκεῖ. Αὐτό γιά τή Σαμαρίνα, πού διέθετε παλαιότερα εἶδος αὐτοδιοίκησης, δέν συνιστᾶ ἀναβάθμιση, ἀλλά εὔσχημο τρόπο περιστολῆς τῶν παλαιῶν της προνομίων. Τό μουδιρλίκι τῆς Σαμαρίνας εἶχε ἤδη καταργηθεῖ τό 1871. 

Ἡ μάχη τῆς Φιλουριᾶς (1854)

Κατά τίς ἀρχές Μαΐου στούς δρόμους ἀπό Βελεμίστι καί ἀπό Δισκάτα πρός Γρεβενά κινοῦνταν καραβάνια Βλάχων πού ἀνέρχονταν στίς θερινές τους κατοικίες. Τότε διαδραματίστηκαν τά γεγονότα τῆς Φιλουριᾶς πού ἔχουν καταγραφεῖ σέ ἔκθεση τοῦ ἴδιου Αὐστριακοῦ προξένου (14/26.5 1854):
«Πρό τινων ἡμερῶν ἐγένετο γνωστή ἐνταῦθα ἡ δρᾶσις τοῦ εἰς τήν περιοχήν τῶν Γρεβενῶν δρῶντος ἀρχηγοῦ τῶν ἐπαναστατῶν Ζιάκα, ὅστις ἀνέλαβε νά παίξῃ τόν ρόλον τῆς ἐκδικήτριας Νεμέσεως. Τήν 10ην δῆλον ἱσταμένου μηνός τά ποίμνια προβάτων Ἁγίας Μαρίνης (σ.σ. Σαμαρίνας), Ἀβδέλας, Φούρκας καί Δέντσικου, τά ὁποῖα μετακινοῦνται πρός τήν Θεσσαλίαν κατά τόν χειμῶνα, κατά τήν ἐπάνοδόν των ἤδη εἰς τήν πατρίδα των συνηντήθησαν εἰς τήν περιφέρειαν τῶν Γρεβενῶν. Ἡ συνοδεία, ἀποτελουμένη ἐκ 2.000 ἀτόμων, ἀνδρῶν καί γυναικοπαίδων, ἐκτός τῶν σκευῶν καί ἐπίπλων, ἅτινα εἶχον φορτωμένα εἰς ἀρκετάς ἑκατοντάδας ὑποζυγίων, συναπεκόμιζε καί 6.000 πρόβατα. Μόλις ἐγνώσθη ἡ ἄφιξις εἰς Γρεβενά τῶν φιλησύχων ποιμένων, οἵτινες ἦσαν ἐφωδιασμένοι μέ ὅλα τά σχετικά ἔγγραφα ταξειδίου ἐκ μέρους τῶν θεσσαλικῶν ἀρχῶν, ἔσπευσε πρός τόν καταυλισμόν τοῦ καραβανίου ὁ ἐκεῖ δρῶν Ἀλβανός ἀρχηγός Μεχμέτ-Ἀγᾶς συνοδευόμενος ὑπό τοῦ Μουδίρου τῶν Βεντζίων Ὀσμάν-Ἀγᾶ ἐπικεφαλῆς σώματος ἐξ ἀτάκτων Ἀλβανῶν. Μόλις ἔφθασαν εἰς τόν τοῦ ὑπερόχου αὐτοῦ θεάματος καταυλισμόν ἐφιλοξενήθησαν ἐπί τινας ὥρας ὑπό τῶν ἀρχιποιμένων καί ἀπεμακρύνθσαν ἐν τάξει. Μετά τινας ὅμως ὥρας κατέφθασαν Τουρκομάνοι ἱππεῖς, ἐφώρμησαν κατά τῶν ἀόπλων ποιμένων, ἐπλήγωσαν 150 ἐξ αὐτῶν, ἥρπασαν μερικάς γυναῖκας καί 1.000 πρόβατα καί ἐτράπησαν ὁλοταχῶς πρός τήν κατεύθυνσιν τῶν Γρεβενῶν. Μόλις ἐγνώσθη ἡ τερατώδης αὐτή λεηλασία ὁ Καπετάν Ζιάκας, ὅστις εὑρίσκετο κατά τήν ἐποχήν ἐκείνην εἰς τήν περιφέρειαν Γρεβενῶν μέ τά τολμηρά παλληκάρια του, ἔσπευσεν ὅπως ἀναχαιτίσῃ τήν πρός τά Γρεβενά ὀπισθοχώρησιν τῶν τουρκομανικῶν ὀρδῶν, αἵτινες καθ' ὁδόν εἶχον συνενωθῆ καί μέ ἀτάκτους Ἀλβανούς. Τρεῖς ὥρας πρό τῶν Γρεβενῶν συνεπλάκη ὁ Ζιάκας μέ τούς προελαύνοντας βαρβάρους καί κατόπιν αἱματηρᾶς μάχης ἐκ τοῦ σώματος τῶν Τουρκομάνων ἱππέων τοῦ ἀνερχομένου εἰς 350 ἄνδρας, μόνον περί τούς 100 διεσώθησαν εἰς Γρεβενά. Ἡ ἐγκαταλειφθεῖσα λεία, ἥτις συνίστατο ἐκ τῶν διαρπαγεισῶν περιουσιῶν, ἐπεστράφη ὑπό τοῦ Ζιάκα εἰς τούς ποιμένας, καθώς καί αἱ ἀγέλαι τῶν διαρπασθέντων ποιμνίων». 
Κατά τούς Wace καί Thomson, πού ἄκουσαν (1910) αὐτόπτες μάρτυρες στή Σαμαρίνα, ὁ Μεχμέτ Ἄγος, συνοδευόμενος ἀπό Κούρδους ἱππεῖς, ἐπισκέφθηκε τόν καταυλισμό τῶν Βλάχων καί ζήτησε χαράτσι γιά τά πρόβατα δύο πιάστρες τό κεφάλι. Οἱ κτηνοτρόφοι δήλωσαν ὅτι δέν διέθεταν χρήματα καί πρότειναν νά καταβάλουν τό φόρο στό τέλος τῆς θερινῆς περιόδου. Στήν ἄρνηση νά κάνει ἀποδεκτό τό αἴτημα, κάποιοι ἀντέδρασαν ἔντονα καί τότε τό τουρκικό ἀπόσπασμα ἄνοιξε πῦρ. Οἱ Βλάχοι κατέφυγαν σέ παρακείμενη δασωμένη ἔκταση καί ἀνταπέδωσαν τά πυρά. 
Ἡ μάχη ἔλαβε χώρα κοντά στή Δημηνίτσα καί συγκεκριμμένα λίγο ἔξω ἀπό τό Πινιάρι. Ἡ τοποθεσία μαρτυρεῖται καί σέ ἐνθύμηση πού διέσωσε ὁ παπα-Νικόλας Κοκόλης στό ἡμερολόγιό του: «...ἦλθον (σ.σ. οἱ ἐπαναστάτες) εἰς Δεμενίτζα, χωρίον τῆς ἐπαρχίας Γρεβενῶν, καί ἔκαμαν μία μεγάλη μάχη μέ τούς Ἀλβανούς καί Γκέκηδες. Ἐκ τῶν ἐπαναστάτηδων ἐφονεύθησαν 5 καί ἐπληγώθησαν 15. Ἀπό τούς χωριανούς μας ἐπληγώθη ὁ Νικόλαος Κουκόλης καί τόν ἐπῆγαν εἰς τό Μοναστήριον ἐκεῖ πλησίον. ὀνομάζεται Ζιμνάτζι. καί ὁ Νικόλαος Κομπορέλας ἦτον φύλαξ τῶν πληγωμένων». Τό μοναστήρι στό Ζιμνιάτσι εἶναι τοῦ Εὐαγγελισμοῦ τῆς Θεοτόκου Μπουνάσιας. Πολύ πιθανό ἐκεῖ νά εἶχε τό στρατηγεῖο του ὁ Ζιάκας καί νά παρακολούθησε ἀπό μακριά τήν ἐπίθεση κατά τοῦ καταυλισμοῦ τῶν Βλάχων. Ἡ ἄμεση ἀντεπίθεση του καί ὁ αἰφνιδιασμός τῶν ὑπό τόν Μεχμέτ Ἄγο πλιατσικολόγων, μεταξύ τῶν ὀποίων ὑπῆρχαν καί Ἀλβανοί, ἐνισχύει τήν ἄποψη. Ἀσφαλῶς, μέ τούς πολεμιστές τοῦ Ζιάκα συνέπραξαν καί ἀρκετοί Βλάχοι. Οἱ ἀνερχόμενοι ἦσαν ἐνήμεροι γιά τά συμβαίνοντα συνεπῶς καί ἕτοιμοι νά ἀντιμετωπίσουν κινδύνους κατά τήν ἀναγκαστική πορεία τους πρός τούς οἰκισμούς θερινῆς διαβίωσης. Καθώς ὁπλοφοροῦσαν ἦσαν καί ἀποφασισμένοι νά προβάλουν ἀντίσταση σέ κάθε ἀπειλή. Ἀναφέρεται ὅτι συμμετεῖχε στή μάχη ὁ προεστός Ζήσης Χατζημάτης (Χατζηζῆκος κατά τούς Wace καί Thomson), μέ τόν γιό του Ματούση (Ματθαῖο), ἀπό τήν Σαμαρίνα, οἱ ὁποῖοι ξεκίνησαν ἀπό τό τσιφλίκι τους στή Βλαχόγιαννη μέ ἐνδιάμεσο σταθμό τό κτῆμα τους στήν Τσιούκα. Ἀναφέρονται ἐπίσης οἱ: Κούσιος Δεσπούλης, Γεράσης καί Γκριζιώτης ἀπό τή Σαμαρίνα, Γιάννης Τάχας, Κώστας Ταμπόσης, Καραγιάννης, Κίτσος Μπαλοδῆμος καί Μπασδέκης ἀπό τήν Ἀβδέλλα, Ἔξαρχος καί Μακρῆς ἀπό τό Περιβόλι, Τούσιος Δασκάλου καί Μπασδέκης ἀπό τή Σμίξη Καρανίκας καί Γαργάλας ἀπό τό Ντένισκο, Γίτσιος ἀπό τή Φούρκα, Μπίγκου ἀπό τή Γράμμοστα. Ὁ Ζήσης Χατζημάτης φονεύθηκε κατά τήν μάχη. Παρά τά γραφόμενα ἀπό τόν Αὐστριακό πρόξενο, ἀρκετά κοπάδια ἀποδεκατίστηκαν κατά τήν ἐπιδρομή τῶν Τουρκομάνων (Κούρδων) καί κάποιοι κτηνοτρόφοι ἔφθασαν στή Σαμαρίνα χωρίς τήν περιουσία τους. Οἱ συγχωριανοί τους προσέφεραν σ’ αὐτούς κάποια ζῶα ἀπό τά κοπάδια τους καί μέ αὐτά ὡς ἀρχή κατάφεραν νά σχηματίσουν νέα κοπάδια. Οἱ Βλάχοι ἔχοντες πικρή τήν ἀνάμνηση τῆς ληστρικῆς ἐπιδρομῆς ἔκαναν παροιμιώδη τήν φράση «Σφεάτσε Φιλούρεα» (ἔγινε Φιλουριά) ἐννοώντας ὅτι ἔγινε μεγάλη ἀναταραχή. Φιλουριά εἶναι γεωγραφική περιοχή μέ βορειότερο σημεῖο τή Δημινίτσα.
Τό ὑποστηριζόμενο ἀπό ὁρισμένους ὅτι οἱ Βλάχοι εἰσελθόντες στήν περιοχή Γρεβενῶν ὕψωσαν τή σημαία τῆς ἐπαναστάσεως δέν ἔχει ἱστορική βάση. Οὔτε ὁ Αὐστριακός πρόξενος στήν ἔκθεσή του ἀναφέρει κάτι σχετικό ἀλλά οὔτε καί φρόνιμο ἦταν νά προκαλέσουν τούς πανέτοιμους Τούρκους ἔχοντας μαζί τους τίς οἰκογένειές τους, τά κοπάδια τους καί πλῆθος ἀπό σκεύη. Τήν ἄποψη αὐτή ἐκφράζει καί ὁ ἐκ Σμίξης Νασίκας. Πρέπει νά δεχθοῦμε μόνο ὅτι ἦσαν γνῶστες τῆς παρουσίας τῶν ἐπαναστατῶν ὑπό τόν Ζιάκα στήν περιοχή καί εἶχαν ἐπαφή μαζί τους.
Κατά παράδοση τῆς Σαμαρίνας ὁ Ματούσης (Ματθαῖος) Χατζηζήσης συνέχισε τόν ἀνταρτοπόλεμο ἐπί τρία ἔτη. Oἱ Τοῦρκοι κίνησαν διωγμό κατά τῆς εὐρύτερης οἰκογένειας τοῦ Χατζημάτη, μέλη τῆς ὁποίας ἐκτόπισαν στήν Ἐρσέκα τῆς Ἀλβανίας. Τόν ἐγγονό τοῦ Χατζημάτη Γεράση συνέλαβαν καί ἐκτέλεσαν. Ὁ Χατζημάτης παρουσιάστηκε στά Ἰωάννινα μέ τήν ὑπόσχεση τῆς ἀμνηστίας, ἀλλά οἱ Τοῦρκοι τόν φυλάκισαν. Ἀποφυλακίστηκε μέ τήν παρέμβαση τῶν προξένων Ρωσίας καί Ἀγγλίας, ἀφοῦ προηγουμένως ἡ οἰκογένειά του κατέβαλε δύο χιλιάδες χρυσές λίρες καί κρατήθηκε ὡς ὅμηρος ὁ γυιός του Ζήσης, ὁ ὁποῖος εἶχε φοιτήσει στό γυμνάσιο τῶν Ἰωάννίνων. Ὁ Ματούσης Χατζηζήσης ἀπεβίωσε τό 1875.
Ἀμέσως μετά τή μάχη τῆς Φιλουριᾶς, τό τσελιγκάτο τοῦ Τσαλέρα ἀπό τή Σμίξη ἔλαβε τήν ἀπόφαση νά ἐγκατασταθεῖ σέ ἄλλη περιοχή. Ἀκολουθώντας τόν δρόμο πρός Λοζιανή-Σέρβια κατευθύνθηκε πρός τό Βέρμιο καί ἐγκαταστάθηκε στή Σέλα ἐπιλέγοντας γιά παραχείμαση τή Χαλκιδική. Τά γεγονότα τῆς Φιλουριᾶς ἐπέδρασαν διασπαστικά στούς κόλπους τῆς κοινωνίας τῶν Σαμαριναίων. Μιά ὁμάδα ὑπό τόν Χατζηκύρια πρότεινε καί στούς λοιπούς νά ἐγκαταλείψουν τήν Σαμαρίνα καί νά μετοικήσουν. Ἡ πρόταση ἔφερε διαμάχη στούς κόλπους τῆς κοινότητας καί προκάλεσε τήν ἐπέμβαση τῶν ἀρχῶν. Ὁ Χατζηκύριας καί οἱ ὀπαδοί του ἡττήθηκαν (ἔμμειναν γνωστοί ὡς «μπατούτς») καί ἀναγκάστηκαν νά ἐγκαταλείψουν ὁριστικά τή Σαμαρίνα (1856-1860). Ἀπό αὐτούς πού τόν ἀκολούθησαν 100 οἰκογένειες ἐγκαταστάθηκαν στή Σέλα ντί Νγκιός τοῦ Βερμίου καί 100 στήν περιοχή Κατερίνης. Περί τό 1875 ἱδρύθηκε καί ἄλλος, θερινός ἀποκλειστικά, οἰκισμός στό Βέρμιο, ἡ Καστανιά, ἀπό Σαμαρινῶτες κυρίως ἀλλά καί Κουπατσάρους κτηνοτρόφους. Ἀναπτύχθηκε ὡς περιφερειακός οἰκισμός τῆς Σέλα ντί Νγκιός

Συμμετοχή Βλάχων σέ ἄλλους ἐθνικούς ἀγῶνες

Tό 1867 ἱδρύθηκε στή Δυτική Μακεδονία ἡ νέα Φιλική Ἑταιρεία ἀπό τούς Ἀναστάσιο Πηχεώνα, Βλάχο δάσκαλο ἀπό τήν Ἀχρίδα, Νικόλαο Φιλιππίδη, καθηγητή ἀπό τή Μηλόβιστα Μοναστηρίου, καί Ἰωάννη Ἀργυρόπουλο, γιατρό ἀπό τήν Κλεισούρα. Ἡ Ἑταιρεία ἀνέπτυξε δραστηριότητα σ’ ὅλη τήν ἔκταση τοῦ γεωγραφικοῦ χώρου πού προαναφέραμε, καί μεταξύ τῶν μελῶν της ἀναφέρεται καί ὁ καπετάν Ἀρκούδας ἀπό τή Σαμαρίνα, στή δράση τοῦ ὁποίου θά ἀναφερθοῦμε ἀλλοῦ. Ὁ Πηχεών, ἡ οἰκογένεια τοῦ ὁποίου  διέμενε στήν Καστοριά, συνυπηρέτησε γιά κάποιο διάστημα στό σχολεῖο τῆς Κλεισούρας μέ τόν Ἀπόστολο Μαργαρίτη ἀπό τήν Ἀβδέλλα, ἡγετική φυσιογνωμία τῆς ρουμανικῆς προπαγάνδας, καί ἦλθε σέ ρήξη μαζί του. Ἡ δραστηριοποίηση τῆς νέας Φιλικῆς Ἑταιρείας διευκόλυνε τήν ἐπαναστατική δράση, ὅταν λίγα χρόνια ἀργότερα δόθηκε ἡ ἀφορμή. 
Στήν Ἀθήνα εἶχαν μεταβεῖ (1857) γιά γυμνασιακές σπουδές τά ἐξαδέλφια Παῦλος καί Πέτρος Μπαδραλέξη, ἐγγονοί τοῦ Ἀβδελλιώτη Ἀλέξη Μπάδρα, οἰκιστῆ τοῦ Σέλι στό Βέρμιο. Ἐκεῖ συνάντησαν τόν πρῶτο ἐξάδελφό τους Ἰωάννη Καραγιάννη, ἀπό τήν Ἀβδέλλα, ὁ ὁποῖος σπούδαζε στό Πανεπιστήμιο Ἀθηνῶν. Οἱ ἐξάδελφοι Μπαδραλέξη, μετά τήν ἀποφοίτησή τους ἀπό τό γυμνάσιο, παρέμειναν στήν Ἀθήνα (ἄγνωστο, ἄν ἐπιχείρησαν νά σπουδάσουν) καί ἐντάχθηκαν στούς ἀλυτρωτικούς κύκλους, πού ἐνδιαφέρονταν γιά τήν ἀπελευθέρωση τῶν τουρκοκρατουμένων ἑλληνικῶν ἐδαφῶν. Μεταξύ ἄλλων γνώρισαν καί τόν Ἀναστάσιο Πηχεώνα (1867) λίγο πρίν ἐπιστρέψουν στήν πατρίδα τους. Μετά τήν ἐπιστροφή τους συνεργάζονταν μέ τόν Ἕλληνα πρόξενο στή Θεσσαλονίκη καί δέκα χρόνια ἀργότερα (1877) ὡς μέλη τῆς ἐπαναστατικῆς ἑταιρείας «Ἀδελφότης» διέτρεχαν τήν Κεντρική Μακεδονία μυώντας κυρίως Βλάχους στούς σκοπούς αὐτῆς καί προετοιμάζοντάς τους γιά ἐπανάσταση. Ὁ Παῦλος Μπαδραλέξης μύησε στήν ἑταιρεία καί τόν ἐπίσκοπο Κίτρους Νικόλαο Λούση. Ἡ οἰκογένεια Μπαδραλέξη παραχείμαζε στόν Κολινδρό Πιερίας. Μέ τή δράση τῶν Μπαδραλέξη καί Καραγιάννη θά ἀσχοληθοῦμε σέ ἄλλο μέρος.

Ἡ ἐπανάσταση στην Πιερία (1878)

Ἐπικεφαλῆς τοῦ πρώτου ἀνταρτικοῦ σώματος ἐτέθη ὁ λοχαγός Κ. Δουμπιώτης μέ 450 ἄνδρες, οἱ ὁποῖοι ἀποβιβάσθηκαν τή νύχτα τῆς 15ης πρός 16η Φεβρουαρίου, ἤδη μετά τήν ὑπογραφή τῆς ἀνακωχῆς μεταξύ Ρώσων καί Τούρκων, στήν Πλάκα τοῦ Λιτοχώρου. Στήν ἀποστολή συμμετεῖχαν ὑπό τόν ἀγωνιστή τῆς ἐπαναστάσεως τοῦ 1854 Τζαχείλα μέ δεκατρεῖς ἄνδρες οἱ ἀδελφοί Κώστας καί Δημήτριος Ψείρα ἀπό τή Δισκάτα. Στήν παραλαβή καί ἀπόκρυψη τοῦ ὁπλισμοῦ ἔλαβαν μέρος, εἰδοποιηθέντες ἀπό τόν Δουμπιώτη, καί οἱ Παῦλος Μπαδραλέξης, Γεώργιος Χατζηγῶγος, πεθερός τοῦ Μπαδραλέξη, Μπούσιος Παπαδημητρίου, Παναγιώτης Βέρος καί Γ. Μπέης, Βλάχοι ἀπό τήν περιοχή Γρεβενῶν ἐγκατεστημένοι στό Σέλι, οἱ ὁποῖοι παραχείμαζαν στήν Πιερία ἤδη ἀπό τά πρῶτα ἔτη μετά τήν ἐπανάσταση τοῦ 1821. Ὁ Παῦλος Μπαδραλέξης, μυημένος στήν ἐπαναστατική ἑταιρεία «Ἀδελφότης», εἶχε προετοιμάσει τό ἔδαφος γιά τήν ἐπανάσταση καί εἶχε μυήσει καί τόν ἐπίσκοπο Κίτρους Νικόλαο. Ἡ ὁμάδα τῶν Βλάχων μεταφορέων τοῦ ὁπλισμοῦ σύντομα ἦρθε σέ ἐπαφή μέ τά ἀνταρτικά σώματα ὑπό τούς Καλόγηρο καί Νταβέλη. Τρίτο σῶμα ἀπό ἐντοπίους ἐπαναστάτες κατέλαβε τό φρούριο τοῦ Πλαταμώνα (16.2). Λίγες ἡμέρες ἀργότερα ἔκανε τήν ἐμφάνισή του καί τέταρτο ἀνταρτικό σῶμα, τό ὁποῖο ὁδηγοῦσε ὁ μητροπολίτης Κίτρους Νικόλαος. Στό σῶμα ἐκεῖνο 300 ἀνδρῶν ὑπό τόν Βαγγέλη Χοστέβα  συμμετεῖχαν οἱ  Μπαδραλέξης καί  Β. Ναούμ. 

Το  σῶμα  αὐτό, πού εἶχε  ἀποκόψει τή γέφυρα ἀπό βάρκες στόν Ἁλιάκμονα καί ἀπομόνωσε τήν Πιερία ἀπό βορρά, κήρυξε τήν ἐπανάσταση στόν Κολινδρό τήν 1η Μαρτίου. [26490]. Ὅπως προκύπτει ἀπό τό ἀρχεῖο τοῦ ἐπισκόπου Κίτρους, ὑπό τόν Κοσμᾶ Δουμπιώτη πολέμησαν οἱ Σαμαριναῖοι Ἀδάμ Μανάκας, Κωνσταντῖνος Τάσης, Δημήτριος Τάσης, Κωνσταντῖνος Ἀδάμου, Ἀδάμος Τσούκας καί κάποιος ὀνόματι Νικόλαος. Ὁ κατακερματισμός τῶν δυνάμεων τῶν ἐπαναστατῶν καί ἡ μεταξύ τους ρήξη (ὁ Δουμπιώτης ἦρθε σέ σύγκρουση μέ τόν ἐπίσκοπο Νικόλαο καί τόν Χοστέβα) καθώς καί ἡ ἔλλειψη στρατηγικοῦ σχεδίου εἶχαν ὡς ἀποτέλεσμα τήν εὔκολη ἀναχαίτισή τους ἀπό τόν ὀθωμανικό στρατό καί τήν πυρπόληση τοῦ Λιτοχώρου. Οἱ ἐπαναστάτες ὑπό τόν Δουμπιώτη ὑποχώρησαν διά τοῦ Ὀλύμπου καί ἔφθασαν στή Δισκάτα στίς 13 Μαρτίου. Ὁ θεσσαλός ὁπλαρχηγός Ἀθ. Κοκοράβας σέ ἐπιστολή του (24. 3.1878) πρός τήν «Μακεδονική ἐπιτροπή» τῆς Ἀθήνας ἀνέφερε με-ταξύ ἄλλων: «Οἱ στρατιῶται ἅπαντες ἦσαν γυμνοί καί ἀνυπόδητοι... ἅμα ὅμως ἦλθον ἐνταῦθα, οἱ συμπατριῶται μου ἔσπευσαν ἐξ ἰδίων των νά προμηθεύσωσιν εἰς τούς εὐσταλεῖς μαχητάς πᾶν ὅ,τι εἶχον ἀνάγκην, ὥστε οἱ κάτοικοι τῆς Δισκάτης εἶναι γνήσια τέκνα τοῦ ἑλληνικοῦ γένους καί ἐλπίζω, ὅταν ἔλθωσι τά ὅπλα, ὅτι πάντες θά δράξωσι τά ὅπλα κατά τῆς τυραννίας». Κατά τήν παραμονή τους στή Δισκάτα οἱ ἐπαναστάτες ἐνισχύθηκαν μέ το ποσόν τῶν 1.580 γροσίων, ἀπό τά ὁποῖα 720 προσέφεραν οἱ μονές Παλιοκαρυᾶς (540) καί Μπουνάσιας (180). 
Στήν ἐπανάσταση στά μέρη τῆς Θεσσαλίας ἔλαβε μέρος καί ὁ Χρίστος Λεπενιώτης, ἀπό τό Περιβόλι. Ἔδρασε στήν περιοχή Σούρπης Βόλου, ὅπου παραχείμαζε μέ τό κοπάδι του. Τό πραγματικό ὀνοματεπώνυμο του ἦταν Ζήσης Θεοδώρου. Ἔλαβε, ὅπως συνηθιζόταν, τό ἐπώνυμο τοῦ γνωστοῦ Κλέφτη Λεπενιώτη, ἀδελφοῦ τοῦ Κατσαντώνη. Τό Χρίστος τοῦ τό ἀπέδωσαν οἱ Θεσσαλομακεδόνες ἀπό τό Χριστός, λόγω τῶν πολλῶν του εὐεργεσιῶν. Στό ἐπαναστατημένο Πήλιο ἔδρασε καί ὁ Βασίλειος Ζούρκας. 184214. Μαζί του ἔδρασε καί ὁ Λεωνίδας Χατζημπύρος ἀπό τη Σαμαρίνα. Στήν περιοχή Ἐλασόνας ἔδρασαν οἱ ἐπίσης Περιβολιῶτες Στέργιος Καρατάσιος, ὑπό τόν Βελέντζα, καί  Ζήσης Βράκας. 
Ὁ Παῦλος Μπαδραλέξης ἐπανῆλθε στήν Ἀθήνα, ὅπου καί παρέμεινε ὥς τό 1897. Ἡ ἐπανάσταση εἶχε πολύ δυσμενεῖς ἐπιπτώσεις στην οἰκογένειά του. Ἀπό αὐτές ἐπωφελήθηκε ἡ ρουμανική προπαγάνδα, ὥστε νά τήν προσεγγίσει. 

Ἡ δράση τῶν ἀνταρτικῶν ὁμάδων (1878-1881)

Τήν ἄνοιξη τοῦ 1881 οἱ ὀθωμανικές ἀρχές ἔδειχναν ἀποφασισμένες νά ἐξοντώσουν τίς ἀνταρτικές ὁμάδες λόγω τοῦ πλήθους τῶν ἐπιδρομῶν αὐτῶν, ἰδίως τῶν ληστρικῶν στά Ζαγόρια κατά τό β΄ ἑξάμηνο τοῦ 1880, καί τῆς ἐπικείμενης ὑπογραφῆς συνθήκης μέ τήν Ἑλλάδα γιά τόν καθορισμό τῶν νέων συνόρων μεταξύ τῶν δύο χωρῶν, σύμφωνα μέ τή συνθήκη τοῦ Βερολίνου (1878). Μιά μεγάλη ὁμάδα ἀνταρτῶν, περί τούς 150, γλεντοῦσε στή Μπριάζα στό γάμο ἑνός ἀπό τά μέλη της. Παρευρίσκονταν ἐκεῖ ὁ Νταβέλης, ὁ Χατζημπύρος, οἱ ἀδελφοί Γκαρέλια Νικόλαος καί Εὐθύμιος ἀπό τή Μπριάζα, οἱ Κούσιος Δεσπούλης καί Σκράκος, ἀπό τή Σαμαρίνα, ὁ Σημίκος Παδιώτης, ἀπό τίς Πάδες, οἱ Καλόγερος καί Μακρῆς, ἀπό τό Περιβόλι, καί πολλοί ἄλλοι.  Ἰσχυρό στρατιωτικό ἀπόσπασμα 300 ἀνδρῶν μέ ἐπικεφαλῆς τόν Νταουλάπ, πιθανόν μετά ἀπό κατάδοση, κατευθύνθηκε ἀπό τήν Κόνιτσα πρός τό Ἀρμάτοβο. Αὐτό ἔγινε ἀντιληπτό ἀπό φρουρούς, ὅταν πλησίασε στό Ἀρμάτοβο, καί οἱ ἀντάρτες εἰδοποιήθηκαν ἔγκαιρα. Διαμήνυσαν ἀμέσως στόν Νταουλάπ μέ κατοίκους τῆς Μπριάζας νά μήν ἐπιχειρήσει ἔφοδο κατά τοῦ χωριοῦ, διότι οἱ ἀντάρτες ἦσαν πολλοί καί τό ἀπόσπασμα θά εἶχε μεγάλες ἀπώλειες. Ἐκεῖνος ἀδιάφόρησε γιά τήν εἰδοποίηση καί τήν ἑπομένη διέταξε ἔφοδο. Οἱ ἀντάρτες ὅμως γνωρίζοντας πολύ καλά τήν περιοχή κατάφεραν νά κυκλώσουν τό ἀπόσπασμα στή θέση «Λά προύν» («Κορομηλιά»), στά ὅρια Σαμαρίνας, Μπριάζας καί Ἀρμάτοβου, καί νά προκαλέσουν σ’ αὐτό βαρειές ἀπώλειες. Ὁ ἴδιος ὁ διοικητής τοῦ ἀποσπάσματος σκοτώθηκε. Κατά τήν ἴδια χρονική περίοδο σημειώθηκε καί ἄλλη σημαντική σύγκρουση διωκτικοῦ ἀποσπάσματος καί ἀνταρτῶν-ληστῶν. Πρός καταδίωξή τους κινήθηκε ὁ Ἀλβανός ἀποσπασματάρχης Φέζος ἀπό τά Ἰωάννινα. Σέ ὕψωμα δυτικά τῆς Μπαϊάσας προσβλήθηκε ἀπό ἰσχυρό σῶμα ἀνταρτῶν, στό ὁποῖο συμμετεῖχαν οἱ Γκίκας, Δεσπούλης, Μακρῆς καί ἀδελφοί Γκαρέλια. Τό ἀπόσπασμα ἀποδεκατίστηκε καί ὁ Φέζος φονεύθηκε, ὅπως μαρτυρεῖ τό δημοτικό τραγούδι.  
Ὁ Χατζημπύρος τό θέρος τοῦ 1881 ἐκινεῖτο στό Μουρίκι μέ τόν ἀδελφό του Ἀλέξη. Κάτοικος τῆς γύρω περιοχῆς κατέδωσε τίς κινήσεις του στούς Τούρκους. Διωκτικό ἀπόσπασμα κινήθηκε νά τόν συλλάβει καί ἀκολούθησε συμπλοκή κοντά στό Μπλάτσι. Κατά τή συμπλοκή οἱ Τοῦρκοι ὑπέστησαν σοβαρές ἀπώλειες, ὁ Λεωνίδας ὅμως τραυματίστηκε σοβαρά καί οἱ συναγωνιστές του τόν ἔκρυψαν σέ παρακείμενη σπηλιά. Οἱ Τοῦρκοι ἐντόπισαν τό σημεῖο καί ὁ τραυματισμένος, ἀφοῦ προέβαλε ἡρωική ἀντίσταση, αὐτοκτόνησε γιά νά μή συλληφθεῖ αἰχμάλωτος. Τό κεφάλι του μετέφεραν στά Γρεβενά, ὅπου κρατοῦσαν ὡς ὁμήρους τή μητέρα του καί τήν ἀδελφή του, καί τό ἐξέθεσαν σέ κοινή θέα. Ἡ μητέρα του, πού ὁδηγήθηκε στόν τόπο τῆς ἐκθέσεως, ἀρνήθηκε νά δεχθεῖ ὅτι ἦταν τό κεφάλι του γυιοῦ της καί συγκρατήθηκε, ὥσπου νά ἐπιστρέψει στό σπίτι της, ὁπότε καί θρήνησε γιά τόν θάνατό του. Κατά τήν παράδοση ὁ μητροπολίτης Γρεβενῶν Κύριλλος, πιεζόμενος ἴσως ἀπό συγχωριανούς του Χατζημπύρου καί ἄλλους, πού αὐτός εἶχε βλάψει, ἤ επειδή αὐτοκτόνησε, γιά νά μή πέσει στά χέρια τῶν Τούρκων, ἀρνήθηκε τήν χριστιανική ταφή. Ὁ Κύριλλος ὅμως τήν ἐποχή τοῦ θανάτου τοῦ Χατζημπύρου βρισκόταν στήν Κωνσταντινούπολη. Πιθανόν νά ἔπραξε αὐτό ὁ ἐπίτροπός του. Ἡ λαϊκή μούσα ἀφιέρωσε στόν Λεωνίδα τραγούδι γιά τόν θάνατό του:

        «Δέν θέλω μάνα κλάματα, δέν θέλω μοιριολόγια.
        Μένα μέ κλαῖνε τά βουνά, μέ κλαῖν’ τά βλαχοχώρια
        ...................................................................................
        Τόν Λεωνίδα βάρεσαν τόν πρῶτο καπετάνιο
        πούηταν μπαϊράκι στά βουνά καί φλάμπουρο στούς κλέφτες».  
Παραλλαγή τοῦ ἅσματος καταλήγει μέ τή διάσωση τοῦ τόπου τοῦ θανάτου του:
        Ν’ ἐψές προψές τόν εἴδαμε στοῦ Σνιάτσικου τό λάκκο
        χίλια πουλιά τόν ἔβλεπαν καί τόν μοιρολογοῦσαν». 

Οἱ συνέπειες γιά τούς Βλάχους ἀπό τήν προσάρτηση τῆς Θεσσαλίας στήν Ἑλλάδα

Ἡ συνθήκη πού ὑπέγραψαν ἡ Ἑλλάδα καί ἡ Ὀθωμανική αὐτοκρατορία (2.7.1881) προέβλεπε τήν ἐλεύθερη μετακίνηση τῶν κτηνοτρόφων μέ τίς οἰκογένειες καί τά κοπάδια τους διά τῶν συνόρων. Κατά τήν πρώτη μετακίνηση τῶν κτηνοτρόφων πρός τή Θεσσαλία, μετά τήν ὑπογραφή τῆς συνθήκης (φθινόπωρο 1881), αὐτοί ὑπέστησαν πολύ μεγάλη ταλαιπωρία κατά τή διέλευση ἀπό τά τελωνεῖα. Τή δυσαρέσκεια ἐπιχείρησε νά καρπωθεῖ ἡ ρουμανική προπαγάνδα. Κάποιες φτωχές οἰκογένειες κτηνοτρόφων ἔπαψαν νά κατέρχονται πρός τή Θεσσαλία καί παραχείμαζαν στήν τουρκοκρατούμενη ἀκόμη Ἑλλάδα. Ὡς τόπο χειμερινῆς διαβίωσης ἐπέλεγαν κυρίως τήν Πιερία, στήν ὁποία εἶχε συγκροτηθεῖ οἰκισμός ἀπό 150 οἰκογένειες πού κατέρχονταν ἐκεῖ κατά τό χειμώνα ἀπό τή Σαμαρίνα, τήν Ἀβδέλλα καί τή Σμίξη. Ἄλλοι παραχείμαζαν στήν Ἠμαθία ἤ στήν Κάλιανη (Αἰανή) Κοζάνης. Τέλος, κάποιοι ἐπέλεγαν τήν περιοχή τῶν Γρεβενῶν πρός τά Χάσια ἤ τά ἀνατολικά Βέντζια. Κάποιοι ἀπό τούς ρουμανίζοντες Βλάχους ἐγκαταστάθηκαν στά Γρεβενά καί ἄλλαξαν ἐπάγγελμα. 
Ὁρισμένοι ἀπό αὐτούς πού εἶχαν ἐκδηλωθεῖ θερμά ὑπέρ τῶν ἑλληνικῶν δικαίων δίσταζαν νά μετακινηθοῦν πλέον πρός βορράν κατά τό θέρος. Σαμαριναῖοι μετακινοῦνταν στήν Περιοχή Δομοκοῦ ἀλλά καί στόν Χελμό τῆς Ἀχαΐας. Τήν μείωση τοῦ πληθυσμοῦ τῆς Σαμαρίνας τονίζει σέ ἐκθεσή του ὁ πρόξενος Ἐλασσόνας (3.10. 1889): «Ἀπό δύο ἤδη ἐτῶν μεγάλη παρατηρεῖται κατ᾿ ἔτος ἐλάττωσις τοῦ πληθυσμοῦ τῆς ἄλλοτε πολυανθρωποτάτης καί λίαν ἀκμαζούσης κωμοπόλεως Σαμαρίνης. Ἡ ἐλάττωσις ὅμως αὐτή κατά τό παρελθόν θέρος ὑπῆρξε μείζων τοῦ προηγουμένου ἔτους καί λίαν ἐπαισθητή». Ἀρκετοί ἀπό ἐκείνους πού παραχείμαζαν στήν περιοχή Τρικάλων περνοῦσαν τό καλοκαίρι στόν Κόζιακα. Ἐκεῖ τό 1884 Περιβολιῶτες ἵδρυσαν τόν οἰκισμό Κορομηλιά.  Στήν ἴδια περιοχή στίς ἀρχές τοῦ 20οῦ αἰώνα, μέ πρωτοβουλία τῶν ἀδελφῶν Τάσου καί Δημητρίου Φασούλα, οἱ Σαμαριναῖοι σχημάτισαν θερινό οἰκισμό, τόν ὁποῖο ὀνόμασαν Κόρη. Ὡς μία ἀπό τίς αἰτίες, γιά τίς ὁποῖες ἔπαψε ἡ ἄνοδος τῶν κτηνοτρόφων στά βλαχοχώρια τῆς Πίνδου, ὁ πρόξενος θεωροῦσε τή βαρειά φορολογία τῶν Ὀθωμανῶν ὑπέρ κατα-σκευῆς ὁδῶν σέ παραμεθόριες περιοχές μετά τήν προσάρτηση τῆς Θεσσαλίας στήν Ἑλλάδα. Σημαντικός ὅμως λόγος ἦταν καί ἡ φτώχεια πού δέν ἐπέτρεπε πλέον τή μετακίνηση. Πολλοί εἶχαν χάσει τά κοπάδια τους κατά τήν ἐπανάσταση τοῦ 1878. Τέλος, ὅσοι εἶχαν καταπονηθεῖ ἀπό τήν καταπίεση τῶν κατακτητῶν ἤθελαν ἐπιτέλους νά ἀπολαύσουν τήν ἐλευθερία. Ἔτσι ἀρκετοί ἐγκαταστάθηκαν μόνιμα στή Θεσσαλία καί ἄλλαξαν ἐπάγγελμα. Χαρακτηριστική εἶναι ἡ αὔξηση τοῦ πληθυσμοῦ τοῦ Βελεστίνου κατά 279% μεταξύ τῶν ἐτῶν 1881 καί 1889 λόγω μόνιμης ἐγκαταστάσεως κατοίκων ἀπό τή Δυτική Μακεδονία, κυρίως Περιβολιωτῶν. Αὐτό ὑπῆρξε ἕνα ἀκόμη κτύπημα γιά τά βλαχοχώρια, στά ὁποῖα πολλά σπίτια ἀσυντήρητα μέ τήν πάροδο τοῦ χρόνου κατέρρευσαν.
Οἱ δασμοί, τούς ὁποίους ἐπέβαλε τό ἑλληνικό κράτος στά εἰσαγόμενα προϊόντα, ἐπιβάρυναν τήν τιμή τῶν τοπικῶν προϊόντων, ὅπως ξυλεία, κρασί καί ὑφαντά, τά ὁποῖα ἐξάγονταν στή Θεσσαλία καί στή Στερεά Ἑλλάδα. Γιά τήν ἐξυπηρέτηση ὅλων τῶν μετακινουμένων πρός νότο κτηνοτρόφων πρός παραχείμαση καθώς καί ἐργατῶν πρός ἀναζήτηση ἐργασίας κατά τούς χειμερινούς μῆνες, ὑπῆρχε σκέψη ἤδη κατά τό 1884 νά ἱδρυθεῖ ὑποπροξενεῖο στά Γρεβενά πρός θεώρηση τῶν διαβατηρίων. Τελικά, ἡ πρόταση δέν ἔγινε δεκτή ἀπό τό ὑπουργεῖο Ἐξωτερικῶν.    

Κοινωνικές ἐκδηλώσεις

Γιορτές καί πανηγύρια

Σαμαρίνα – χορός Τσιάτσιος (φωτογραφία 1910)
Mεγάλη παρηγοριά γιά τούς σκλαβωμένους ἦταν οἱ διάφορες θρησκευτικές γιορτές πού συνοδεύονταν ἀπό πανηγύρια. Ὁ Weigand πού ἐπισκέφθηκε τήν ἐπαρχία Γρεβενῶν (1889, 1891) ἔκανε τήν ἀκόλουθη ἀνάλυση: «Σ’ ἕναν καταπιεσμένο λαό δέν ὑπάρχουν ἄλλες γιορτές ἐκτός ἀπό τίς θρησκευτικές, οἱ ὁποῖες ἐν μέρει εἶναι ταυτόχρονα λαϊκά πανηγύρια. Οἱ ἀργίες, δηλαδή οἱ μή ἐργάσιμες μέρες, δέν λείπουν καθόλου. Ἄν δέν τηροῦνται πολλές ἀργίες στίς μεγαλύτερες πόλεις, ὅμως στίς μικρότερες τηροῦνται τουλάχιστον 100 ἀργίες τό χρόνο. Πιό διασκεδαστικές καί χαρούμενες εἶναι οἱ γιορτές τῶν πολιούχων ἁγίων τῆς Ἐκκλησίας, τό πανηγύρι. Ἐκτός ἀπό τόν ἐκκλησιασμό τό πρωί, τό πανηγύρι γίνεται μέ φαγητά καί ποτά, χορούς καί τραγούδια καί διαφέρει μόνο λίγο ἀπό τά δικά μας γερμανικά πανηγύρια». 
Μεγάλο πανηγύρι ὀργανωνόταν σέ πολλές κοινότητες τῆς περιοχῆς. Ἀπό αὐτά τά σημαντικότερα ἦσαν στά χωριά τῶν Βλάχων καί τῶν Κουπατσάρων, καθώς ἦταν καί τά πολυπληθέστερα. Στή Σαμαρίνα πανηγύριζαν στίς γιορτές τῶν Ἀποστόλων Πέτρου καί Παύλου (29 Ἰουνίου), τοῦ Προφήτη Ἠλία (20 Ἰουλίου) (τήν γιορτή καλοῦσαν τό «Μαυρονόρος», ἐπειδή στόν οἰκισμό αὐτό γινόταν μεγάλο πανηγύρι), τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου (15 Αὐγούστου) καί τῶν Γενεθλίων τῆς Θεοτόκου (8 Σεπτεμβρίου). 40350. Τό πρῶτο ἦταν τό πανηγύρι τῶν ἀγωγιατῶν. Σημαντικά ἦσαν καί τά πανηγύρια τῶν γιορτῶν τῆς Ἁγίας Παρασκευῆς (26 Ἰουλίου), τῆς κατ’ ἐξοχήν ἁγίας τῶν Βλάχων, καί τῆς Μεταμορφώσεως τοῦ Σωτῆρος (6 Αὐγούστου). Τό σημαντικότερο πάντως πανηγύρι ἦταν τοῦ Δεκαπενταυγούστου, καθώς πανηγύριζε ὄχι μόνο ἡ Σαμαρίνα ἀλλά καί πολλά κουπατσαροχώρια (ὅπως οἱ Φιλιππαῖοι καί τό Σπήλαιο) καί μαστοροχώρια (ὅπως ἡ Ραντοσίνιστα). Στή Σαμαρίνα, ὅπου τό πανηγύρι διαρκοῦσε ἐπί τρεῖς ἡμέρες, προσέτρεχαν πολλοί ἀπό τά γύρω χωριά τῆς Μακεδονίας καί τῆς Ἠπείρου, τά Γρεβενά, τήν Κόνιτσα καί τά Ἰωάννινα, ἀκόμη καί μωαμεθανοί. Φρόντιζαν δέ νά παρευρίσκονται καί οἱ ξενιτεμένοι Σαμαριναῖοι. Στή Σαμαρίνα οἱ προσκυνητές ἀφιέρωναν πολλά ἀναθήματα, χρυσά καί ἀσημένια, στήν εἰκόνα τῆς Παναγίας πού θεωροῦσαν θαυματουργή. Στή λειτουργία χωροστατοῦσε κατά κανόνα ὁ μητροπολίτης. Καί ὅπως γράφει ὁ Κρυστάλλης: «Τοιαῦται μεγαλοπρεπεῖς πανηγύρεις ὀλίγαι λαμβάνουσι χώραν ἐν Ἑλλάδι». Μετά τήν θεία λειτουργία ἔστηναν τόν μεγάλο τρίδιπλο χορό, τόν «Τσιάτσιο» στόν ὁποῖο μετεῖχαν ἄρρενες καί θήλεις ὅλων τῶν ἡλικιῶν, τραγουδώντας κλέφτικα τραγούδια μέ πρῶτο ἐκεῖνο τοῦ συντοπίτη τους Μίχου. Οἱ Σαμαρινιῶτες γνώριζαν τόσα πολλά τραγούδια, πού ἦσαν σέ θέση νά πανηγυρίσουν καί χωρίς τή συνοδεία μουσικῶν ὀργάνων. Ἐκεῖ στόν χορό δίνονταν εὐκαιρίες γιά διάφορες ἐπικοινωνίες καί γνωριμίες νέων. Κατά τή διάρκεια τοῦ πανηγυριοῦ γίνονταν οἱ γάμοι τῆς χρονιᾶς, ἐνῶ στίς ἑπόμενες ἡμέρες γίνονταν πολλά συνοικέσια. Ἄν τό συνοικέσιο κατέληγε σέ ἀρραβώνα, οἱ ἀρραβωνιασμένοι, ἐφ’ ὅσον οἱ οἰκογένειές τους διέμεναν τόν χειμώνα σέ διαφορετικά μέρη, θά συναντοῦνταν πάλι τό ἑπόμενο θέρος, γιά νά τελέσουν τόν γάμο τους στό πανηγύρι. Ὁ χρόνος τοῦ χειμώνα πού μεσολαβοῦσε ἀναλωνόταν γιά τήν ἀρραβωνιασμένη κόρη καί τή μητέρα της, στήν ἑτοιμασία τῆς προίκας. Ἡ προίκα φορτωμένη σέ ζῶα θά ἐπιδεικνυόταν σέ ὅλο τόν οἰκισμό κατά τή μεταφορά της στό σπίτι τοῦ γαμπροῦ. Οἱ Περιβολιῶτες τραγουδοῦσαν τά ἡρωικά τραγούδια τῶν Δούκα καί Μάνταλου. Ὁ γάμος στήν Ἀβδέλλα ὑπῆρξε ἀπό τίς πρῶτες κινηματογραφικές ταινίες τῶν Βαλκανίων (1906).


Τό τραγούδι καί ὁ χορός

Περιβόλι – χορός (φωτογραφία 1911)
Xαρακτηριστικά τῶν κατοίκων τῆς ἐποχῆς ἐκείνης ἦταν καί τό τραγούδι καί ὁ χορός. Πολλοί περιηγητές ἐντυπωσιάζονταν ἀπό τή διάθεση τῶν συνοδῶν καί συνταξιδιωτῶν τους καί κατέγραψαν αὐτή τήν ὄρεξη τοῦ λαοῦ μας. Ὁ Pouqueville (1806) πού συνάντησε τόν παπά Εὐθύμιο Βλαχάβα στή Μηλιά Μετσόβου ἄκουσε τά παλικάρια του νά τραγουδοῦν τά κατορθώματα τοῦ Μπουκουβάλα. Ὁ Boué πού πέρασε ἀπό τήν περιοχή περί τό 1852 γράφει για τούς Βλάχους κατοίκους της: «Φαίνονται νά ἀπολαμβάνουν πολύ τή μουσική καί τά χαρούμενα τραγούδια, στά ὁποῖα ἐγκωμιάζονται τά κατορθώματα τῶν παλικαριῶν... Κατά τό πέρασμά μας ἕνας κακόφωνος τραγουδιστής, γνωρίζοντας ὅτι ὁ Τοῦρκος τάταρος (σ.σ. συνοδός τοῦ ξένου) δέν κατανοοῦσε τή γλώσσα του, παρεῖχε στά τραγούδια του παρατηρήσεις ἐλάχιστα φιλικές γιά τούς Ὀθωμανούς καί προέλεγε ἕνα προσεχές μέλλον πιό εὐτυχισμένο γιά τούς Ραγιάδες. Γι’ αὐτούς πού ἐπιθυμοῦν τήν ἀνατροπή τῆς τουρκικῆς διακυβέρνησης καμμιά ἰδέα δέν εἶναι πιό εὐνοϊκή ἀπό τήν ἀπαρασάλευτη ἐλπίδα τῶν Ἑλλήνων τῆς Ἠπείρου καί τῆς Θεσσαλίας τῆς ἀποτίναξης τοῦ τουρκικοῦ ζυγοῦ».  
Ὁ Κρυστάλλης σημειώνει ὅτι «οἱ Σαμαριναῖοι ἀπέδωσαν εἰς τά βλαχικά  ἄσματά των  καί μελωδίαν  ἰδιαιτέραν,  ὅλως διάφορον  τῆς Ἑλληνικῆς καί παρεμφερῆ τῇ Ἀλβανικῇ, σημεῖον καί τοῦτο, ὅτι ἐπεκράτησε μεταξύ αὐτῶν καί ἡ Ἀλβανική φλέψ, ἄν δυνάμεθα νά ὀνομάσωμεν, καί οὐχί Ἠπειρωτικήν μελωδίαν». Ἀσφαλῶς αὐτό ὑπῆρξε ἀπόρροια τῆς συνοικήσεως μέ Ἀρβανιτοβλάχους, τούς ὁποίους οἱ Σαμαριναῖοι ἀφομοίωσαν. Ὡς πρός τούς χορούς οἱ Wace καί Thomson παρατηροῦν: «Γιά τό ἄπειρο μάτι οἱ χοροί εἶναι οἱ συνηθισμένοι χοροί τῆς Νοτίου Βαλκανικῆς, ἀλλά λίγη προσοχή δείχνει ὅτι οἱ βλάχικοι χοροί, ἄν καί κανένας τους δέν μπορεῖ νά θεωρηθεῖ ὡς ἰδιαιτέρως βλάχικος, μποροῦν νά διαιρεθοῦν σέ δύο κατηγορίες: Ἡ πρώτη περιλαμβάνει τούς κυκλικούς χορούς στά μεγάλα χωριάτικα πανηγύρια, ὅταν τό μεγαλύτερο μέρος τῶν κατοίκων λαμβάνει μέρος... Ἡ ἄλλη κατηγορία τῶν χορῶν ἀποτελεῖται ἀπό ἐκείνους πού εἶναι τῆς μόδας στά γλέντια πρίν καί μετά ἀπό ἕναν γάμο καί σ’ ὅλες τίς ἄλλες διασκεδάσεις». Ἀποφεύγουν οἱ Ἄγγλοι ἀρχαιολόγοι νά παρατηρήσουν ὅτι στήν πλειονότητά τους αὐτοί οἱ χοροί  συμφωνοῦν μέ τούς χορούς καί τά τραγούδια τῶν ἑλληνοφώνων. Δέχονται ὅμως ἀλλοῦ ὅτι «τά περισσότερα τραγούδια πού τραγουδοῦν στούς ἀρραβῶνες καί στούς γάμους εἶναι στά ἑλληνικά, ἀλλά ποιά ἦταν ἡ ἀρχική τους γλώσσα, αὐτό εἶναι ἄλλο θέμα». Τό ἴδιο κατέγραψε καί ὁ Κρυστάλλης 20 ἔτη ἐνωρίτερα. Ἀκόμη καί ὁ Weigand, μισθωτός τῆς ρουμανικῆς προπαγάνδας, ἀναγκάστηκε νά παραδεχθεῖ ὅτι τό δημοτικό τραγούδι τῶν Βλάχων εἶναι ἑλληνόγλωσσο, παρατήρησε μάλιστα κάποια ἀπόπειρα νοθείας μέ βλαχοφωνικές ποιητικές ἀπομιμήσεις ἑλληνογλώσσων, προφανῶς ἀπό ὄργανα τῆς προπαγάνδας. 
Κατά τή διάρκεια τῆς ἔξαρσης τῆς ρουμανικῆς προπαγάνδας κατεβλήθη προσπάθεια νά ὑποστηριχθεῖ ἡ μή ἑλληνικότητα τῶν Βλάχων ἀπό τήν ὕπαρξη βλαχοφώνων τραγουδιῶν. Ὅμως ἀκόμη καί ἐκρουμανισμένοι Βλάχοι, ὅπως ὁ T. Papahagi, ἀναγκάστηκαν νά ἀποδεχθοῦν τή συμμετοχή τῶν Βλάχων στή δημιουργία τοῦ ἑλληνικοῦ δημοτικοῦ τραγουδιοῦ. Ἀργότερα ὁ Ρουμάνος λαογράφος Paunescu, ὅταν ἐπισκέφθηκε τή Δοβρουτσά, ὅπου ἡ ρουμανική κυβέρνηση εἶχε ἐγκαταστήσει τούς ρουμανίζοντες Βλάχους πού μετακινήθηκαν πρός τή Ρουμανία, αἰσθάνθηκε ὀδυνηρή ἔκπληξη, καθώς στήν παράκλησή του νά τοῦ τραγουδήσουν κάποιο τραγούδι, ἄκουσε τραγούδι ἑλληνικό. Ὅπως ὅμως ἔδειξε σύγχρονη ἔρευνα, ἀκόμη καί στά βλαχόφωνα τραγούδια σώζεται μουσικολογικό ἀρχαϊκό ὑλικό, ἀποδεικτικό τῆς συνέχειας τοῦ ἑλληνισμοῦ, ἐνῶ ἡ ἔντονη παρουσία ἑλληνοφώνων τραγουδιῶν στή μουσική παράδοση τῶν βλαχοφώνων τῆς Πίνδου πηγάζει ὄχι ἀπό ἐξωτερική ἐπιρροή, ἀλλά μέσα ἀπό ἔντονη αὐτοσυνειδησία ἐσωτερικῆς καί μακροχρόνιας σχέσης μέ τόν ἑλληνισμό. 

Ηθη καί  ἔθιμα

Γάμος στο Περιβόλι (φωτογραφία 1908)
Δέν εἶναι στούς σκοπούς αὐτοῦ τό πονήματος νά συμπεριλάβει καί τή λαογραφία τοῦ τόπου. ἄλλωστε ἔχουν γραφεῖ πολλά καί ἀξιόλογα βιβλία. Ἐκεῖνο πού θά θίξουμε μόνο εἶναι ἡ ταυτότητα τῶν ἐθίμων Ἑλληνοβλάχων καί λοιπῶν Ἑλλήνων τῆς περιοχῆς. Κι’ αὐτό διότι στόν τρίτο τόμο θά ἀσχοληθοῦμε ἐν ἐκτάσει μέ τή ρουμανική προπαγάνδα. Εἶναι ἄξιο παρατηρήσεως ὅτι πολλοί ἐρευνητές δέν ἐντυπωσιάζονται ἐκ τοῦ ὅτι ἡ ἔρευνα τῆς καθημερινῆς ζωῆς τῶν Βλάχων (ἤθη, ἔθιμα, τραγούδια) ἀποδεικνύει ἰσχυρή συνάφεια πρός τούς λοιπούς Ἕλληνες. Τά τραγούδια καί τά μοιρολόγια τά τραγουδοῦσαν οἱ Βλάχες γυναῖκες δίχως, πολλές ἀπό αὐτές, νά γνωρίζουν τό πριεχόμενό τους. Ἀσφαλῶς σφάλμα ὑπῆρξε ἡ μή ἐνασχόληση τῶν Ἑλλήνων ἐπιστημόνων μέ τά θέματα τῆς βλάχικης γλώσσας καί τῶν βλάχικων παραδόσεων.
Ὁ Gustav Weigand, πού ἀσχολήθηκε ἐπιτοπίως μέ ἔρευνες γλωσσολογικές καί ἄλλες γράφει: «Οἱ περισσότεροι ἀπό τούς Ἕλληνες, ἄν ὄχι ὅλοι, εἶναι οἱ ὀνομαζόμενοι κουπατσάροι, δηλαδή ἀρομοῦνοι πού ἐγκατέλειψαν τή γλώσσα τους πρός εὔνοια τῆς ἑλληνικῆς, ἀλλά κράτησαν τήν ἐνδυμασία τους καί τά ἔθιμά τους». Οἱ Κουπατσάροι ἦσαν ἀνέκαθεν ἑλληνόφωνοι. Ἐδῶ περιοριζόμαστε νά παρατηρήσουμε ὅτι ὁ Weigand ἀρνεῖται νά παραδεχθεῖ ὅτι ἡ ταυτότητα ἐθίμων Βλάχων καί Κουπατσάρων ἀποτελεῖ ἐπιχείρημα ὑπέρ τῆς ἑλληνικότητας τῶν Βλάχων καί ὄχι ὑπέρ τοῦ ἐξελληνισμοῦ τῶν Κουπατσάρων.  

Η διαίρεση τοῦ χρόνου

Ὁ Weigand δίδει σημαντικές πληροφορίες γιά τή σημασία τῶν ἐποχῶν στήν εὐρύτερη περιοχή τῶν Βαλκανίων γράφοντας: «Ἡ διαίρεση τοῦ χρόνου εἶναι διαφορετική ἀπό τή δική μας. Χωρίζεται σέ δύο κύρια μέρη: Τό καλοκαιρινό ἑξάμηνο, ἀπό τήν ἡμέρα τοῦ Ἁγίου Γεωργίου (23 Ἀπριλίου) μέχρι τήν ἡμέρα τοῦ Ἁγίου Δημητρίου (26 Ὀκτωβρίου) καί τό χειμερινό ἑξάμηνο. Σ’ αὐτές τίς ἡμερομηνίες παίρνουν οἱ ὑπάλληλοι τόν μισθό τους, πληρώνονται τά χρέη, οἱ τόκοι, τά ἐνοίκια κ.λ.π. Ἡ ἡμέρα τοῦ ἁγίου Γεωργίου εἶναι συγχρόνως μιά γιορτή χαρᾶς γιά τό ξαναξύπνημα τῆς φύσεως. Γι’ αὐτό στολίζονται τό προηγούμενο βράδυ οἱ θύρες μέ πράσινα κλαδιά καί κρεμοῦνται μερικά στεφάνια σ’ αὐτές». Ἐκεῖνο πού διέφυγε ἀπό τόν Weigand εἶναι ὅτι μαζί μέ τό ξαναξύπνημα τῆς φύσεως ἐρχόταν καί ὁ ἀποχωρισμός. Πολλοί ἦσαν ἐκεῖνοι πού ξενιτεύονταν μετά τό Πάσχα γιά νά ἐπιστρέψουν κοντά στίς οἰκογένειές τους περί τά τέλη Ὀκτωβρίου. Γι’ αὐτό καί σέ δημοτικό τραγούδι ὁ Ἅγιος Γεώργιος, θεωρούμενος ὡς ὑπαίτιος τοῦ χωρισμοῦ ἀποκαλεῖται Βούλγαρος, δηλαδή μισητός ἐχθρός!

Ἅγιος Γεώργης μάλωνι μέ τόν Ἁγιό Δημήτρη
Ἁγιώργη μ’, Γιώργη μ’ Βούλγαρι καί σκρουπουφαμιλίτη,
ἐγώ μαζώνου φαμιλιές κί σύ μή τίς σκρουπάεις,
ἐγώ βάζου τσουπαναρέοι κι σύ μη τούς σκρουπάεις,
ἐγώ βάζου γηλαδαρέοι κι σύ μή τούς σκρουπάεις,
ἐγώ τρώου παληά ἀρνιά κι σύ παληουπρουβάτις
ἐγώ πίνου γλυκό κρασί κι σύ ἀπού τίς μπάρες
ἐγώ τρώου ἀφρόν ψουμί κι σύ τά στουρναρίσια. 

Οἱ κτίστες ἦσαν μεταξύ αὐτῶν πού ἐγκατέλειπαν τίς οἰκογένειές τους καί μετακινοῦνταν συνήθως ἀνατολικά πρός τήν Κωνσταντινούπολη καί ἄλλες πόλεις τῆς ὀθωμανικῆς αὐτοκρατορίας. Περί τά μέσα Μαΐου ἀναχωροῦσαν καί τά καραβάνια γιά τά μακρινά τους ταξίδια πρός Κωνσταντινούπολη, Βουκουρέστι, Βελιγράδι καί βορειότερα.
Σημαντική γιά τήν περιοχή ἦταν καί ἡ μετακίνηση τῶν ποιμένων (ἄνοδος πρός τά ὀρεινά βοσκοτόπια ἤ κάθοδος πρός τά χειμαδιά). Ἡ πρωιμώτερη ἡμερομηνία γιά τήν ἄνοδο τῶν κτηνοτρόφων ἦταν ἡ 23η Ἀπριλίου, ἡμέρα τῆς γιορτῆς τοῦ Ἁγίου Γεωργίου. Οἱ ἐπαγγελματίες κανόνιζαν νά βρίσκονται στά Γρεβενά κατά τήν ἔναρξη τοῦ πανηγυριοῦ τοῦ Ἁγίου Ἀχιλλίου (16η Μαΐου). Ἡ ἄνοδος κατά τήν ἄνοιξη συνοδευόταν ἀπό ἔνταση τῆς δραστηριότητας. Πρώτη ἐκδήλωση αὐτῆς ἦταν τό πανηγύρι πού προαναφέραμε. Ἀρκετοί ἦσαν οἱ κάτοικοι τῶν φτωχῶν χωριῶν τῶν Κουπατσάρων πού ἔκλειναν συμφωνία γιά ἐργασία κατά τούς θερινούς μῆνες ὡς βοσκοί. Τά θρησκευτικά πανηγύρια, τέλος, ὅλα κατά τούς θερινούς μῆνες, ἦταν τό ἀποκορύφωμα τῆς ὅλης δραστηριότητας καί ἐπικοινωνίας μεταξύ τῶν κατοίκων.
Ἡ ἔναρξη καθόδου πρός τά χειμαδιά ὁριοθετεῖτο ἀπό τό πανηγύρι τῆς «Μικρῆς Παναγιᾶς» (Τό γενέθλιον τῆς Θεοτόκου). Ἡ γιορτή τοῦ Ἁγίου Δημητρίου ἦταν τό καταληκτικό χρονικό ὅριο τῆς καθόδου πρός τά πεδινά. Οἱ μετακινούμενοι κατά τόν χειμώνα διόριζαν ἀριθμό 10-12 φυλάκων, πού τούς ὀνόμαζαν ἀρματολούς, γιά τή φύλαξη τῶν οἰκιῶν. Παρέμειναν ἐπίσης κατά τό χειμώνα οἱ ἐργαζόμενοι στά ὑδροπρίονα (χωρίς τίς οἰκογένειές τους). Στόν μετακινούμενο πληθυσμό περιλαμβάνονταν οἱ οἰκογένειες τῶν ἐπαγγελματιῶν, ὅπως ραφτῶν, τσαρουχάδων, σαμαράδων, πεταλωτῶν, παντοπωλῶν καί ἀγωγιατῶν (κιρατζήδων), προκειμένου νά ἐξασφαλίζουν εἰσόδημα καί κατά τή διάρκεια τοῦ χειμώνα. Στίς ἀρχές τοῦ 20οῦ αἰώνα ὅμως, λόγω τῆς αὐξήσεως τοῦ κόστους ζωῆς, πρός ἀποφυγή τῆς δαπάνης δύο μετακινήσεων κάποιες οἰκογένειες παρέμεναν στά ὀρεινά, ἰδίως στή Σαμαρίνα, καί κατά τόν χειμώνα. Αὐτοί πιθανόν νά ἐλάμβαναν παραγγελίες γιά ἑτοιμασία διαφόρων εἰδῶν, τά ὁποῖα διέθεταν στούς παραγγείλαντες κατά τήν ἄνοιξη, ἤ ἑτοίμαζαν προϊόντα πού πουλοῦσαν στά πανηγύρια.

Η ὀργάνωση σέ Ἀδελφότητες καί σέ Συλλόγους

Ἡ πρώτη ἀδελφότητα πού ἱδρύθηκε στήν ἐπαρχία ἦταν αὐτή τῶν Σαμαριναίων (1874) μέ κύριο σκοπό τή βελτίωση τῶν ἐκπαιδευτηρίων τῆς πόλεως. Εἶχε στή διάθεσή της τό σεβαστό κεφάλαιο τῶν 30.000 γροσίων, ἀλλά ἀπό τοῦ 1876 ὑπερίσχυσαν οἱ ρουμανίζοντες, οἱ ὁποῖοι κατά τό 1880 εἶχαν λάβει τήν ἀπόφαση νά διαθέσουν τό κεφάλαιο καί τίς προσόδους αὐτοῦ πρός ἐνίσχυση καί διάδοση τῆς ρουμανικῆς γλώσσας ὑπό τήν ἐποπτεία τοῦ Μακεδονορουμανικοῦ συλλόγου πού εἶχε τήν ἕδρα του στό Βουκουρέστι. Ὁ Κρυστάλλης, πού ἐπισκέφθηκε τή Σαμαρίνα τό θέρος τοῦ 1889, ἀναφέρει ὅτι ὁ σκοπός τῶν ρουμανιζόντων δέν ἐπετεύχθη διότι οἱ ἑλληνόφρονες Σαμαριναῖοι ἐξέγειραν τήν πλειονότητα τῶν κατοίκων καί ἀνάγκασαν τό προεδρεῖο τῆς Ἀδελφότητος σέ παραίτηση. Ἀναφέρει ἀκόμη ὅτι τό κεφάλαιο τῆς ἀδελφότητος ἀνερχόταν σέ 50.000 γρόσια. 

Κοινοτική ὀργάνωση - δημογέροντες

Ἔγγραφο τῆς κοινότητας Περιβολίου (1851)
Οἱ κατακτητές σεβάστηκαν τό κοινοτικό σύστημα τῶν ὑποδούλων. Οἱ κοινότητες διοικοῦνταν ἀπό ἐκλεγμένο συμβούλιο προκρίτων-δημογερόντων ἀποτελούμενο ἀπό τόν πρόεδρο (μουχτάρη) καί τούς συμβούλους (ἀζάδες). Οἱ ἐκλογές διενεργοῦνταν κατ’ ἔτος συνήθως κατά τή γιορτή τοῦ Ἁγίου Γεωργίου μετά τόν ἐκκλησιασμό στό νάρθηκα τοῦ ναοῦ. Σ’ αὐτές παρευρισκόταν ὁ ἱερέας τῆς ἐνορίας. Ἡ ἐκλογή τῶν προκρίτων γινόταν διά βοῆς, γεγονός πού ἀπέβαινε ὑπέρ τῶν κοινωνικά ἰσχυρῶν. Ἄν καί οἱ κατακτητές παρεῖχαν στούς ὑποδούλους τό δικαίωμα τῆς ἐκλογῆς τῶν προκρίτων δέν ἦσαν λίγες οἱ περιπτώσεις παρεμβάσεων, ἰδιαίτερα σέ περιόδους ὀξύνσεως τῶν σχέσεων μέ τήν Ἑλλάδα. Τότε ὁ μουδίρης ἤ οἱ τοπικοί μέηδες κατάρτιζαν κατάλογο ἐκλογίμων ἀπό πρόσωπα ἀρεστά σ᾿ αὐτούς. Ὁ τρόπος, μέ τόν ὁποῖο ἀσκοῦσαν οἱ πρόκριτοι τή διοίκηση, ἀπέρρεε ἀπό τό ἐθιμικό δίκαιο, τό ὁποῖο διέφερε κατά τόπους. 
Οἱ δημογέροντες στά βλαχοχώρια ἀποτελοῦσαν ἰδιαίτερη ὁμάδα, ἡ ὁποία ξεχώριζε ἀπό τούς ἄλλους κατοίκους καί κατά τήν ἐνδυμασία. Ἔφεραν εἰδικό ἐπανωφόρι, τή σάρικα, μέ φαρδιά μανίκια, κεντημένο μέ ἄσπρο μάλλινο σειρήτι. Αὐτό εἶχαν τό δικαίωμα νά τό φοροῦν καί οἱ ἀπόγονοί τους ἀκόμη καί ἄν ξέπεφταν οἰκονομικά. Στήν τακτική συνέλευση τῆς δημογεροντίας καλοῦνταν ὅλοι οἱ κάτοικοι τοῦ χωριοῦ, οἱ ὁποῖοι ὅμως δέν συμμετεῖχαν οὔτε ἦσαν σέ θέση νά παρακολουθήσουν τή συζήτηση. Κατά διαστήματα κάποιος σύμβουλος (ἀζάς) γνωστοποιοῦσε τίς ἀποφάσεις τῆς δημογεροντίας. Μόνο ὅταν ἔκριναν ὅτι σέ κάποιο θέμα ἔπρεπε νά ληφθοῦν καί συμπληρωματικές γνῶμες καλοῦσαν τούς ἐνδιαφερομένους νά ἀναπτύξουν τίς ἀπόψεις τους. Τά θέματα πού ἀπασχολοῦσαν τή δημογεροντία ἦσαν ἡ ἀνάγνωση τῶν σουλτανικῶν διαταγῶν, ἡ παρουσίαση τῶν εἰσπράξεων ἀπό τά «δοσίματα», ἀπό τίς εἰσφορές τῶν ἐκκλησιαστικῶν κτημάτων, ἀπό τά ἐνοίκια τῶν καταστημάτων, τά ὁποῖα ἀνῆκαν ἤ στήν κοινότητα ἤ στούς ναούς καί δημοπρατοῦνταν ἐπί ἐτησίας βάσεως, ἀπό δωρεές καί ἐράνους. Ἐπίσης, συζητοῦσαν τά τῆς λειτουργίας τῶν σχολείων (μισθοί δασκάλων), τά τῶν δαπανῶν γιά κοινοτικά ἔργα καί τά περί ἐνισχύσεως ἀπόρων. Γιά τούς ἀπόρους, οἱ ὁποῖοι εἶχαν καταστραφεῖ ἀπό πυρκαϊά ἤ λεηλασία Ἀλβανῶν, ἐλάμβαναν ἰδιαίτερη φροντίδα. Τά ἔσοδα γιά τήν ἐνίσχυση ἀντλοῦνταν ἀπό τούς κατοίκους μέ ἔρανο, τόν ὁποῖο διεξῆγε κάποιος δημογέροντας μέ τό ἄλογό του ἀπό θύρα σέ θύρα. Ἡ διανομή τῆς βοήθειας γινόταν μυστικά κατά τή διάρκεια τῆς νύχτας, γιά νά μή θιγοῦν οἱ ἐνισχυόμενοι. Μέ φροντίδα τῆς δημογεροντίας γινόταν δυνατή ἡ μετακίνηση τῶν ἀπόρων οἰκογενειῶν πρός ἤ ἀπό τή θεσσαλική πεδιάδα. Ἐπίσης, ἡ δημογεροντία ἐξασφάλιζε τό ἀρνί τοῦ Πάσχα, μέ δωρεά τῶν τσελιγκάδων, γιά ὅσους ἀδυνατοῦσαν νά ἀγοράσουν. Ἀκόμη, καθόριζε τήν κατανομή τῶν βοσκοτόπων καί γνωστοποιοῦσε ἐγκαίρως ἐκείνους τούς κτηνοτρόφους, οἱ ὁποῖοι θά ἔπρεπε νά ἀναζητήσουν θερινό βοσκότοπο σέ ἄλλη περιοχή. Τό σημαντικότερο ὅμως ἦταν ὅτι ἀναλάμβανε τόν σχηματισμό νέου κοπαδιοῦ γιά ὅσους εἶχαν ὑποστεῖ ὁλοκληρωτική καταστροφή τῶν ζώων τους. Ἡ δημογεροντία διοικοῦσε ἐπί ἕνα χρόνο. Στό Περιβόλι ἡ ἐκλογή νέας γινόταν διά βοῆς. Ἐκλέγονταν τέσσερεις «γέροι» (ἀούσι), τέσσερεις μουχτάρηδες καί τέσσερεις ἀζάδες, ὥστε νά ἐκπροσωποῦνται καί οἱ τέσσερες συνοικίες. Οἱ μουχτάρηδες ἀσκοῦσαν καί τά καθήκοντα τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ ἐπιτρόπου, ἐνῶ οἱ ἀζάδες ἐπέβλεπαν τήν ἐκτέλεση τῶν ἀποφάσεων τῆς δημογεροντίας. Πιό ὑψηλά ἦσαν οἱ «γέροι», ἀπό τούς ὁποίους ὁ ἕνας γινόταν προεστός καί ἀποτελοῦσε τόν ἐκπρόσωπο τῆς κοινότητος πρός τίς ἀρχές. Στίς ἀρχές τοῦ 20οῦ αἰ. ἐμφανίζονται στή Σαμαρίνα δύο σώματα προκρίτων οἱ ἐφοροδημογέροντες καί οἱ μουχταροαζάδες.
Τό 1845 ἡ ἐξουσία τῆς Σαμαρίνας ἦταν στά χέρια τοῦ Γιαννούλη Μίχα τοῦ Χατζῆ (Χατζημίχου). Χαρακτηριστικό του ἦταν τό πάθος του γιά δύναμη καί χρῆμα. Ἡ σφραγίδα του και ἡ ὑπογραφή του ἦσαν ἀπαραίτητα γιά τή νομιμοποίηση ἐγγράφων καί πράξεων ἀγοραπωλησιῶν. Οἱ ἀντίζηλοί του Ζιώγας Χατζηκύριας καί Τζήμας Παπαγιώργης τόν κατήγγειλαν (1854) στίς ὀθωμανικές ἀρχές ὡς καταχραστή φόρων πού εἶχε εἰσπράξει καί δέν εἶχε ἀποδώσει. Τη θέση του κατέλαβε ὁ Ζιώγας Χατζηκύριας. Ὁ Χατζηκύριας μέ τήν πάροδο τοῦ χρόνου ἔδειξε τήν ἴδια συμπεριφορά καί ἦρθε σέ ρήξη μέ τόν Παπαγιώργη, ὅταν κατήγγειλε τόν ἀδελφό του Μίχα, πού φυλακίστηκε στά Γρεβενά. Ὁ Μίχας μετά τήν ἀποφυλάκισή του κατάφερε νά κερδίσει τήν εὔνοια τῶν συγχωριανῶν του και ἔγινε ὁ νέος πρόκριτος.  Πολλοί ἀπό τούς περί τόν Χατζηκύρια μετακινήθηκαν τότε καί ἐγκαταστάθηκαν στήν περιοχή τῆς Κατερίνης. Πρόκριτος διετέλεσε περί τό 1880 ὁ Τούλιας (Δημητρούλιας) Τουφεξῆς. Συνεργάτες τοῦ προξένου Ἐλασσόνας καί ἐνδεχομένως πρόκριτοι κατά τό 1887 ἦσαν οἱ: Κωνσταντῖνος Κιοσές, Ζήσης Τζημουζιώγας, Ζήσης Ματούσιος, Νικόλαος Χατζημπύρος, Νικόλαος Γιαννούλης. Τό 1904 μέ δήλωσή τους διακήρυτταν τήν ἑλληνικότητα τῶν κατοίκων τῆς Σαμαρίνας οἱ ἐκπρόσωποι τῆς κοινότητας ἐφοροδημογέροντες καί μουχταροαζάδες. Τό πρῶτο σῶμα συγκροτοῦσαν οἱ: Μιχαήλ Χατζημπύρου, Δημήτριος Χατζηπιτένης, Δημήτριος Τέγος, Γεώργιος Ἀγορογιάννης, Νικόλαος Μπέσιος καί Δημήτριος Ταουσάνης. Τό δεύτερο οἱ: Δημήτριος Ταμπούκας, Ἰωάννης Φράγκου, Ματούσιος Τζήμας, Δημήτριος Μανδραβέλης, Ἰωάννης Ρότσιος, Ἰωάννης Χρυσικός καί Γεώργιος Νταγιάνης. Τό 1910 τέσσερεις πρόκριτοι ἦταν ἑλληνικῆς συνείδησης καί ἕνας ρουμανίζων.  
Στό Περιβόλι οἱ οἰκογενειακές ἀντιπαραθέσεις γιά τήν ἐκλογή προκρίτων ὁδήγησαν στήν ἐνδυνάμωση τῆς ρουμανικῆς προπαγάνδας μέ τήν προσχώρηση σ᾿ αὐτήν τῶν οἰκογενειῶν Βαρδούλη καί Σδρούλια (1875). Πάντως τό 1887 συνεργάτης τοῦ προξένου, καί πολύ πιθανόν πρόκριτος, ἦταν ὁ Εὐθύμιος Βαρδούλης. 
Τό 1887 συνεργάτες τοῦ προξένου Ἐλασσόνας ἦσαν οἱ Γεώργιος Ἔξαρχος στήν Ἀβδέλλα καί Περιστέρης Ἀναστάσιος στήν Κρανιά. Τό 1903 πρόεδρος τῆς Ἀβδέλλας ἦταν ὁ Γ. Τσιαπάρας. Στή Σμίξη τό 1904 ἐκ τῶν προκρίτων ἦσαν οἱ Νικόλαος Νασίκας καί Ἀθανάσιος Σακελλάρης. 
Κατά τά πρῶτα ἔτη μετά τήν ἀπελευθέρωση διετέλεσαν πρόεδροι οἱ Ἀδάμ Γάτσας, Σαμαρίνας, Στέργιος Γαλίκας, Ἀβδέλλας, Στ. Παπαποστόλου καί Γ. Τσιμπουκλῆς, Περιβολίου, Σταμούλης Κυραλέος, Κρανιᾶς. Ὅλοι τους ἀντιτάχθηκαν στήν ἐνσωμάτωση τῶν βλαχοχωρίων τῆς βόρειας Πίνδου στό ὑπό ἵδρυση, κατά τήν ἐπιθυμία τῶν Ἰταλῶν «Πριγκηπᾶτο τῆς Πίνδου». 

῾Η μετανάστευση

Ἡ πρώτη χώρα, πρός τήν ὁποία  μετανάστευσαν κάτοικοι  τῆς ἐπαρχίας Γρεβενῶν ἦταν ἡ ἡγεμονία τῆς Μολδαβίας καί Βλαχίας, ἡ μετέπειτα Ρουμανία. Ἡ μετανάστευση, ἀραιή βέβαια, συνεχιζόταν ὥς τά τέλη τοῦ 19ου αἰώνα. Ἡ χώρα πού εἴλκυσε τήν προσοχή κατά τά τέλη τοῦ 19ου αἰ. καί στίς ἀρχές τοῦ 20οῦ ἦσαν οἱ Ἡνωμένες Πολιτεῖες τῆς Ἀμερικῆς. Ἀθρόα ἦταν ἡ μετανάστευση τῶν Σαμαριναίων, πού ἄρχισε τό 1890 καί αὐξήθηκε μετά τό 1900. Ἡ Σαμαρίνα ξεπροβόδισε στόν ξενιτεμό μεγάλο τμῆμα τῆς νεολαίας της. Κατά τήν ἴδια ἐποχή σημαντική ἦταν ἡ μετανάστευση καί ἀπό τή Σμίξη. 144 κάτοικοί της μετανάστευσαν σέ μία δεκαετία μέ προορισμό οἱ πλεῖστοι τίς Ἡνωμένες Πολιτεῖες. Τό ἴδιο συνέβη στήν Ἀβδέλλα καί στό Περιβόλι. Παρά τούς περιορισμούς, ὁ ρυθμός μετανάστευσης ἐντάθηκε μετά τήν ψήφιση νόμου ἀπό τήν ὀθωμανική βουλή γιά στράτευση καί τῶν χριστιανῶν (1909). 
Στήν Ἀμερική οἱ περισσότεροι ἐργάζονταν ὡς ἐργάτες ἤ μικροπωλητές. Κάποιοι ἔμεναν γιά λίγα ἔτη, ἐνῶ κάποιοι ἄλλοι ἐπιχείρησαν δύο καί τρία ταξίδια. Ἀπό τούς 144 μετανάστες ἐκ Σμίξης, πού ἀναφέρει ὁ Νασίκας, ἐπέστρεψαν ὁριστικά οἱ 84. Σχεδόν κανένας δέν γύρισε πλούσιος. Ἐπιστρέφοντας οἱ μετανάστες φρόντιζαν τίς λίγες οἰκονομίες νά τίς διαθέτουν στήν κατασκευή μιᾶς οἰκίας ἤ στήν ἀγορά ζωικοῦ κεφαλαίου. Κάποιοι ὅμως ἔχασαν τίς οἰκονομίες τους εἴτε ἀπό τήν ἀλλαγή τῆς ἰσοτιμίας τῶν νομισμάτων εἴτε ἀπό ληστές. Τά ἐμβάσματα τῶν Βλάχων, πού παρέμειναν ὁριστικά στήν Ἀμερική, διευκόλυναν τήν ἐπιστροφή στά χωριά, μετά τό 1908, τῶν οἰκογενειῶν τους πού εἶχαν ἐγκατασταθεῖ στά πεδινά, καί τό κτίσιμο νέων οἰκιῶν. 
Τό 1904 οἱ ξενιτεμένοι Σαμαριναῖοι πού εἶχαν ἐγκατασταθεῖ στό Manchester ἀποφάσισαν νά ἱδρύσουν ἀδελφότητα, τήν ὁποία ὀνόμασαν «Ἁγία Παρασκευή». Κύριος σκοπός ἦταν ἡ συναδέλφωση καί ἀλληλοϋποστήριξη τῶν μελῶν της. Φέροντες βαρέως τό ὅτι κάποιοι ἀσυνείδητοι ἐκκλησιαστικοί ἐπίτροποι εἶχαν πωλήσει, ὅπως ἤδη γράψαμε, τό ἐκκλησιαστικό κτῆμα τῆς Ἁγίας Παρασκευῆς στή Σκοτίνα (Παλαιοσαμαρίνα), ἔθεσαν ὡς στόχο νά συγκεντρώσουν τό ταχύτερο δυνατόν τό ποσόν που ἀπαιτεῖτο γιά τήν ἐκ νέου ἀγορά του. Προσέφεραν μάλιστα ἀμέσως τόν μισθό μιᾶς ἑβδομάδας. Τό πρῶτο συμβούλιο ἀποτελέστηκε ἀπό τούς Δημήτριο Κουτσονίκα, πρόεδρο, Ἀθανάσιο Παδιό, ἀντιπρόεδρο, Ἐμμανουήλ Τσούκα, γραμματέα, Ἰωάννη Τζημουζιώγα, ταμία καί Ἀδάμο Μίχη, Ἀθανάσιο Κουτσονίκα, Νικόλαο Τσιουτσιούλη, Ἰωάνη Βάρα, Λεωνίδα Πιπέργια, Λίσιο Γεράση, Ἰωάννη Σαρμανιώτη, Νικόλαο Μουράρο, Γεώργιο Κακαράντζα καί Στέργιο Φώλια, μέλη. Τό 1910 οἱ μετανάστες ἀπό τή Σαμαρίνα στίς ΗΠΑ ἀνέρχονταν σέ πεντακόσιους. Ἐκτός ἀπό τό Manchester που προαναφέραμε ἦσαν ἐγκατεστημένοι στό Lowell τῆς Μασαχουσέτης καί στό Nashua τοῦ Νιού Χάμσιρ.
Μετά τό 1915 ἄνοιξε καί ὁ δρόμος πρός τήν Αὐστραλία. Κάποιοι εἶχαν ἐπιχειρήσει νά κινηθοῦν πρός τή νέα ἤπειρο ἐνωρίτερα. Ἀπό αὐτούς ὁ Στέργιος Παπατάκης ἀπό τό Περιβόλι κατέληξε (1908) στήν Ἀντίς Ἀμπέμπα τῆς Αἰθιοπίας, ὅπου ἀνέπτυξε μεγάλη ἐμπορική δραστηριότητα. 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Η κόσμια κριτική και η ανταλλαγή απόψεων μεταξύ των σχολιαστών είναι σεβαστή. Σχόλια τα οποία υπεισέρχονται σε προσωπικά δεδομένα ή με υβριστικό περιεχόμενο να μην γίνονται. Τα σχόλια αποτελούν καθαρά προσωπικές απόψεις των συντακτών τους. Οι διαχειριστές δεν ευθύνονται σε καμία περίπτωση για τυχόν δημοσίευση υβριστικού ή παράνομου περιεχομένου στα σχόλια των αναρτήσεων.Τα σχόλια αυτά θα διαγράφονται με την πρώτη ευκαιρία.