Σάββατο 5 Ιουλίου 2014

Όταν οι Βλάχοι έβγαιναν στο Ξηρολίβαδο για ξεκαλοκαίριασμα


Του Γιάννη Τσιαμήτρου

Διαβάζοντας το βιβλίο της  Γιώτας Φωτιάδου-Μπαλαφούτη «Εμείς οι Βλάχοι»  και συγκεκριμένα το κομμάτι που αναφέρεται στο ανέβασμα των Βλάχων από τα χειμαδιά στα βουνά,  μου ξύπνησαν μέσα μου παιδικές αναμνήσεις των δεκαετιών ’50-‘60  που τις έζησα και ένιωσα την ανάγκη να περιγράψω αυτό το γεγονός, μοιράζοντας και τις αναμνήσεις του πατέρα μου από τις δεκαετίες του 20 και 30 (μεσοπόλεμος).  

Όταν  οι Βλάχοι από την Βέροια πηγαίνανε τα κοπάδια τους από τα χειμαδιά (τον κάμπο) στα βουνά, στόλιζαν τα άλογά τους και τα μουλάρια με βελέντζες σε χρώματα τανκώ, πορτοκαλί, κόκκινο, με πλακέντες και με χειροποίητα σεντόνια. Κάθονταν επάνω οι κυράδες με αναδιπλωμένα τα φουστάνια με τις μπλέτες μέχρι τους ώμους. Των γέρων οι καρό  βελέντζες ήταν σε μαύρο φόντο.
Μπροστά πήγαιναν οι γεροντότεροι, μετά οι νύφες με τα παιδιά. Ξεκινούσανε  στις πέντε το απόγευμα (όχι μέσα στη ζέστη), δύο τρεις οικογένειες μαζί με όλο το σπιτομάζωμα και τα ζωντανά τους. Τα βελάσματα και τα κυπροκούδουνα, τα αλαχτύματα των σκύλων και τα τραγούδια έδιναν μια ομορφιά, καθώς όλοι ανηφορίζανε τα δεκαεννιά χιλιόμετρα από την Βέροια για το όμορφο Ξερολίβαδο, το χιλιοτραγουδισμένο για την όμορφη «πάντια» (τσαΐρι) με τις στρούγκες γύρω γύρω. Όλοι τους ήταν με το τραγούδι και τα καλαμπούρια στο στόμα, που φανέρωνε την λαχτάρα τους να ξεκαλοκαιριάσουνε στις καταπράσινες πλαγιές του Βερμίου:

 « Μον’ καρτερώ την άνοιξη, το Μάη το καλοκαίρι, 
ν’ ανοίξει ο γάβρος κι η οξιά, να ισκιώσουν τα λημέρια. 
Να βγουν οι βλάχοι στα βουνά, να βγουν στα κορφοβούνια, 
να βγω και εγώ που ‘μαι άρρωστος ψηλά κοντά στο Ξηρολίβαδο, 
ν’αφήσω την ψυχούλα μου, ν’αφήσω το κορμί μου».

Ο πρώτος σταθμός ήταν στο Βρωμοπήγαδο. Ξεφόρτωναν τα ζώα ν’ ανασάνουν  από το βάρος τους, τα άφηναν να βοσκήσουν όλο το βράδυ και να ξεκουραστούν. Με μεγάλη υπομονή, οι γυναίκες γέμιζαν τις μπούκλες σε μια βρύση που σταγόνα σταγόνα έσταζε το δροσερό νερό. Ώρες στη σειρά οι παρέες. Οι άντρες έκοβαν τη ζεστή φτέρη από την ημέρα που την έβλεπε ο ήλιος και την έστρωναν παχιά για το βραδινό ύπνο.

Οι γυναίκες έβαζαν τα μπραγκάτσια στις πέτρες πάνω και με τα ξύλα που μάζευαν από γύρω, έβραζαν τους τραχανάδες και τα γάλατα για το ρόφημα το βραδινό. Πύτιαζαν τα τυριά και κρεμούσαν τις τζαντίλες στα ξύλα που σταυρωτά τα στέριωναν στα δέντρα.
Μετά τον ύπνο, τα χαράματα στις πέντε ανηφόριζαν για το  χωριό για να μη τους προλάβει η ζέστη κι έτσι έφθαναν πρωί κιόλας. Τα αρρωστιάρικα μωρά μόλις πατούσαν το πόδι τους στο Ξερολίβαδο έπαιρναν χρώμα, ζωντάνευαν. Πολλές φορές έπιανε βροχή. Μια φορά, όπως μας διηγήθηκε η μάνα μάρη (γιαγιά), ένα αρρωστιάρικο το ’χαν επάνω σε μια κόκκινη βελέντζα. Και όπως το ξετύλιξαν όταν έφτασαν στο χωριό, βάφτηκαν τα μαγουλάκια του από την βελέντζα και η γιαγιά φώναξε «Λαϊ βιάστα, τσε ιάστι μούντι! Βετζ, βετζ νίγκα νου γινιμ σι φιτσιουρίκλου αντούσι χρώμα =  Καλέ νύφη τι είναι το βουνό! Κοίτα, κοίτα, ακόμα δεν ήρθαμε και το μωρό έφερε χρώμα !»

Το Ξερολίβαδο! Ένα όμορφο χωριό στα 1250 μέτρα υψόμετρο, μετα βουνά τριγύρω καταπράσινα με οξιές και πεύκα και το Ξεροβούνι γυμνό χωρίς φύτρα. Κι ανάμεσά τους το οροπέδιο μ’ένα πυκνό πράσινο τσαΐρι το Μάη, που το καλοκαίρι  ξεραίνονταν και χρύσιζε.Τέτοιο οροπέδιο δεν υπάρχει πουθενά! Στα πλάγια του γυμνού λόφου ήταν τα σπίτια και  εκεί ψηλά ο Αϊ Λιάς, η  Εκκλησία του χωριού!

Όταν  έφταναν στο χωριό, αυτοί που είχαν φτάσει νωρίτερα τους καλωσόριζαν με μοσχομυρισμένο καφέ που το καβούρντιζαν στο «ντουλάπι», ένα στρογγυλό κουτί από τενεκέ περασμένο σε μια σιδερένια βέργα, που το στριφογύριζαν πάνω στη φωτιά ώρες κι έψηναν το κριθάρι, το ρεβίθι και τους σπόρους του καφέ. Κι έτσι, σαν τα ΄βαζαν και τ’ άλεθαν μέσα στο γουδί σε μια γούβα από μάρμαρο μ’έναν κόπανο σιδερένιο. Μετά έκαναν τυρόπιτες και τσουκνιδόπιτες. Έτσι και αυτοί καλωσόριζαν τους επόμενους που έρχονταν από κάτω.

Τα σπίτια άνοιγαν το ένα μετά το άλλο και όλοι έπεφταν με τα μούτρα στη δουλειά. Οι άντρες και τα παιδιά στα γιδοπρόβατα.. Οι γυναίκες, ως δεύτερες μέλισσες, έστηναν τα καζάνια στην πυροστιά, έφτιαχναν νόστιμα φαγητά, άλειφαν τα χαγιάτια με κοκκινόχωμα ανακατωμένο με βουνιά για να μη σκάει και να μη βγάζει σκόνη όπως το σκούπιζαν. Τα άσπρα υφαντά (φτιαγμένα με τα χέρια τους) τα λεύκαιναν, αφού τα  μούσκευαν σε νερό, όπου ανακάτευαν φρέσκια γελαδίσια βουνιά. Τα σπίτια ήταν φτιαγμένα με κοτρώνες (ξερολιθιά) και τα σοβάτιζαν με βουνιά κι αυτά, που την έσμιγαν με χώμα και με γιδόμαλλο κομμένο για να βαστάει. Ήταν φτιαγμένα από κοτρώνες. Η μια πέτρα πάνω στην άλλη, ξηρολιθιά. Όταν κοιμόμασταν, θυμάμαι που κτυπούσαμε τα κεφάλια μας και μάτωναν. Πάνω από την μπάρα (λίμνη του χωριού), στο γυμνό βουνό, ήταν δύο πελώριες οξιές από τις οποίες ανάλογα με τον ίσκιο τους καταλάβαιναν την ώρα (ήταν το ρολόι τους). Μόνο κάτω από τον ίσκιο τους είχε πρασινάδα όπου εκεί τα πρόβατα έπαιρναν το μεσημεριάτικο απόσταμά τους «λα μιρίτσι». Ξεκουράζονταν τα πρόβατα όρθια το ένα κοντά στο άλλο και μπλέκονταν τα κεφάλια τους. Την ώρα που στάλιζαν (Σταλίζω =αναπαύομαι το μεσημέρι σε σκιερό τόπο) και να τα έδιωχνες δεν έφευγαν, εκεί, έμεναν όρθια. Το βράδυ μόνο ξάπλωναν.

Στην μπάρα του χωριού (ένα χιλιόμετρο περίπου πλάτωμα) μαζεύονταν οι γέροι και τα μικρά παιδιά και περίμεναν τα κοπάδια που έρχονταν να ξεδιψάσουν. Οι γέροι καταλάβαιναν από τα κουδούνια ποιο κοπάδι είχε το καλύτερο γκισέμι και ασφαλώς τίνος ήταν το κοπάδι. Τα γιδοπρόβατα και τα μουλάρια τραβούσαν μέσα στη λίμνη και το νερό τους έρχονταν μέχρι το γόνατο. Κανένας από τους ανθρώπους δεν πατούσε μέσα στην μπάρα γιατί είχε  λάσπη και πολλές φορές τα ζώα χάνονταν.
Η χαρά των παιδιών ήταν όταν η μπάρα είχε νερό. Πολλές φορές είχε ξηρασία και το νερό λιγόστευε, τότε αναγκαστικά ποτίζανε τα γιδοπρόβατα με τους κουβάδες από τα πηγάδια. Στην «πάντια = τσαΐρι» η κάθε οικογένεια είχε και το δικό της πηγάδι. Μια φορά που στέγνωσε η μπάρα, κουβάλησαν με τα κάρα κοκκινόχωμα για να κρατάει το νερό από τις βροχές και τα χιόνια και από το εσωτερικό του πάτου της (είχε φλέβα που έτρεχε νερό και γέμιζε).
Το κάθε σπίτι είχε από δύο πηγάδια. Το ένα για τη λάτρα και το άλλο για να πίνουνε. Τα πηγάδια τα έσκαβαν σε δέκα πέντε μέτρα βάθος και τα’χτιζαν με πέτρα και τα είχαν πάντα σκεπασμένα. Το πιο κρύο  πηγάδι ήταν η Μπούνα (καλό) και όλοι πήγαιναν εκεί να πάρουν νερό, το βράδυ στέρευε και το πρωί είχε πάλι νερό.

Την ημέρα της γιορτής του πολιούχου του χωριού Αη Λιά σε αυτό το πηγάδι έφερναν τις εικόνες μετά την Λειτουργία (ακόμα γίνεται αυτό) και γίνονταν ο αγιασμός αφού πρώτα είχε γίνει η δημοπρασία τους για τις ανάγκες της εκκλησίας. Και το απόγευμα ο χορός με τα όργανα. Ο χορός γινότανε σε μεγάλες δίπλες. Οι γυναίκες χόρευαν με τα τσιπούνια μπροστά, οι άντρες δεύτερη σειρά και όταν πια νύχτωνε και δεν έβλεπαν, άναβαν φωτιές. Ένα κούτσουρο δαδί τους έφεγγε. Μια βδομάδα γλεντούσανε. Την δεύτερη ημέρα του Αη Λιά ψήνανε στα Πεύκα, κάθε πεύκο και οικογένεια. Έψηναν το κατσίκι, το αρνί, φαί χορός, χορός χορός που συνεχίζονταν πάλι στο χωριό, στο μεσοχώρι...

Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα Βέροιας ''ΗΜΕΡΗΣΙΑ'' στις 6-7-2014.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Η κόσμια κριτική και η ανταλλαγή απόψεων μεταξύ των σχολιαστών είναι σεβαστή. Σχόλια τα οποία υπεισέρχονται σε προσωπικά δεδομένα ή με υβριστικό περιεχόμενο να μην γίνονται. Τα σχόλια αποτελούν καθαρά προσωπικές απόψεις των συντακτών τους. Οι διαχειριστές δεν ευθύνονται σε καμία περίπτωση για τυχόν δημοσίευση υβριστικού ή παράνομου περιεχομένου στα σχόλια των αναρτήσεων.Τα σχόλια αυτά θα διαγράφονται με την πρώτη ευκαιρία.